ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: strapless φόρεμα, αθλητικά παπούτσια και μια ψάθινη τσάντα

Έτσι κυλούσε η ζωή στην Κύπρο πριν την εισβολή - 7 πρόσφυγες θυμούνται

7 πρόσφυγες από διάφορες περιοχής του νησιού μάς περιγράφουν την όμορφη καθημερινότητά τους και όσα ωραία κουβαλούν ως φυλακτό από μια ζωή η οποία δεν ήταν ποτέ ξανά η ίδια.

Μαρία Καραμάνου

Μαρία Καραμάνου

20 Ιουλίου 1974. Μια ημερομηνία που έχει χαραχθεί στη συλλογική μνήμη με πόνο, απώλεια και ανείπωτες τραγωδίες. Καταστροφές, θάνατος, βίαιοι ξεριζωμοί, βιασμοί, αγνοούμενοι, άνθρωποι που άφησαν πίσω σπίτια, γειτονιές, αναμνήσεις… Όλα αυτά και πολλά περισσότερα συνθέτουν το σκληρό πρόσωπο του πολέμου.

Η μνήμη δεν είναι μόνο πόνος, είναι και νοσταλγία, φως και κομμάτια μιας ζωής που σίγουρα αξίζει να θυμόμαστε.

Όμως, πίσω από τη σκιά αυτής της ιστορικής πληγής, υπάρχει μια άλλη εικόνα. Μια Κύπρος φωτεινή, γεμάτη ζωή και χρώματα, που υπάρχει σήμερα μόνο στις αναμνήσεις όσων την έζησαν πριν από το 1974. Μια χώρα που μύριζε γιασεμί τα καλοκαίρια, που γιόρταζε με φεστιβάλ, παραδοσιακές μουσικές και μεγάλα οικογενειακά τραπέζια. Μια Κύπρος όπου οι γειτονιές ήταν κοινότητες και οι αυλές γεμάτες παιδικές φωνές, όπου η ζωή κυλούσε ανέμελα κάτω από τον μεσογειακό ήλιο.

Εξ αφορμής της 51ης επετείου της εισβολής ζητήσαμε από επτά πρόσφυγες από διάφορες κατεχόμενες περιοχές, ανθρώπους που κουβαλούν μέσα τους εικόνες από εκείνη την εποχή σαν πολύτιμα κειμήλια, να μοιραστούν μαζί μας ιστορίες από καλοκαιρινά πανηγύρια, γάμους που διαρκούσαν μέρες, παιχνίδια στις αυλές και μυρωδιές από μαγειρέματα που ένωναν οικογένειες και φίλους γύρω από το ίδιο τραπέζι.

Ένα αφιέρωμα σαν καρτ ποστάλ, μια προσπάθεια να ξαναζωντανέψουμε μέσα από τις αφηγήσεις τους εκείνη την όμορφη Κύπρο που χάθηκε αλλά συνεχίζει να ζει στις ψυχές και στα λόγια αυτών που την έζησαν. Γιατί η μνήμη δεν είναι μόνο πόνος, είναι και νοσταλγία, φως και κομμάτια μιας ζωής που σίγουρα αξίζει να θυμόμαστε.

Αμμόχωστος, μια πόλη σαν καρτ ποστάλ

Η Αμμόχωστος ήταν η καρδιά της προόδου και της κοσμοπολίτικης ζωής στην Κύπρο. Ένα τουριστικό και εμπορικό κέντρο που έσφυζε από ζωή, γεμάτο ξενοδοχεία, πολυκαταστήματα και πολυτελείς βιτρίνες, μα πάνω απ’ όλα, γεμάτο ανθρώπους που ήξεραν να γιορτάζουν.

Διάβασε επίσης: 

Αν περπατούσες τότε στους δρόμους της, θα αντίκριζες γιορτινές παρελάσεις, στολισμένα άρματα και παιδιά που γελούσαν, φορώντας πολύχρωμες στολές, χαιρετώντας τον κόσμο που χειροκροτούσε από τις γωνιές. Η περίφημη «Γιορτή του Πορτοκαλιού» ήταν το αποκορύφωμα, άρματα και αυτοκίνητα στολισμένα με πορτοκάλια, μυρωδιές από εσπεριδοειδή να πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα, μουσικές, χοροί στις πλατείες και τσιαττιστά να ξεσηκώνουν τα πλήθη. Δεν έλειπαν οι αθλητικές συναντήσεις στο ΓΣΕ, με αγωνίσματα και ποδοσφαιρικούς αγώνες που έφερναν όλη την πόλη κοντά όπως περιγράφει η κυρία Βαλεντίνη Θωμαΐδου.

Eνώ η κυρία Γιούλα Γεωργίου αναφέρει: «Ήταν γνωστή σε πολλές χώρες του εξωτερικού, γι’ αυτό και είχαμε πολλούς ξένους επισκέπτες. Διαφήμιζε τον ευλογημένο καρπό της γης μας και έφερνε έσοδα στην πόλη. Για εμάς, τους μαθητές, ήταν σπουδαίο γεγονός. Όλα τα σχολεία συμμετείχαν με άρματα στολισμένα με φλούδες πορτοκαλιών σαν ψηφιδωτά. Θυμάμαι τον καθηγητή μας να μπαίνει στην τάξη και να λέει: “Θέλω να λάβετε μέρος στον διαγωνισμό για την καλύτερη αφίσα της γιορτής”. Η αφίσα μου κοσμούσε τους δρόμους της πόλης. Πάντα θα νιώθω υπερηφάνεια που έβαλα την πινελιά μου σ’ αυτή τη γιορτή που έμελλε να είναι η τελευταία…».

Η καθημερινότητα ήταν γεμάτη απλότητα και χαρά. Τα παιδιά έπαιζαν στις γειτονιές μέχρι να πέσει ο ήλιος, μήλο, σκάλα, κρυφτό, παιχνίδια που σήμερα υπάρχουν μόνο στις αφηγήσεις των παλιότερων. Τα βράδια, βόλτες στα σινεμά της πόλης, ενώ τα καλοκαίρια η μαγεία συνεχιζόταν στα θερινά, κάτω από τον έναστρο ουρανό.

Και φυσικά, η Χρυσή Ακτή. Η παραλία-κόσμημα που οι κάτοικοι λάτρευαν. Όπως θυμάται η κυρία Στυλιάνα Drege, μετά το σχολείο φορούσαν το μαγιό και έτρεχαν στη θάλασσα, να δροσιστούν και να παίξουν στα καταγάλανα νερά.

Όπως μας περιγράφει η κ. Γιούλα Γεωργίου, κάθε σπίτι είχε 3-4 παιδιά και οι δρόμοι γέμιζαν με φωνές και γέλια: «Τσούρμο φεύγαμε το πρωί για το σχολείο. Το απόγευμα μαζευόμασταν στο δρόμο για παιχνίδι μέχρι να νυχτώσει. Τα παιχνίδια μας; Ποδόσφαιρο και γιαλλέτες για τα αγόρια, κούκλες και κέντημα για τα κορίτσια. Όμως συχνά παίζαμε όλοι μαζί, αγόρια και κορίτσια, χωρίς διαχωρισμούς».

Τη δεκαετία του ’60, έκανε την εμφάνισή της και η ασπρόμαυρη τηλεόραση. Όσα σπίτια είχαν τη σπάνια τότε συσκευή, γίνονταν σημείο συνάντησης για όλη τη γειτονιά: «Όταν είχε ελληνική ταινία, δεν χρειαζόταν κάλεσμα. Αν ήταν καλοκαίρι, καθόμασταν στη βεράντα κάτω. Αν ήταν χειμώνας, μέσα, με κέρασμα ζεστή σουμάδα».

Από τις πιο έντονες αναμνήσεις της, το βράδυ της Ανάστασης: «Χτυπούσαμε τα κουδούνια για να ξυπνήσουμε ο ένας τον άλλο να πάμε μαζί στην εκκλησία. Και όλοι μαζί φέρναμε στα σπίτια μας το Άγιο Φως. Εικόνες που όσο έχω μνήμη θα σεργιανίζουν στο μυαλό μου. Και ξαφνικά, μέσα σε μια μέρα, μεγαλώσαμε. Φύγαμε αφήνοντας εκεί την αθωότητα μαζί με τη νιότη μας…».

Η γεμάτη ζωή Αιγιαλούσα

Η Αιγιαλούσα, χτισμένη στην αγκαλιά της Καρπασίας, έμοιαζε με έναν μικρό παράδεισο. Γνωστή για την παραγωγή καπνού, σιτηρών, ελιών, χαρουπιών και οσπρίων, ήταν ένα χωριό που έσφυζε από ζωή και δουλειά, αλλά και από απλότητα και ανθρωπιά. Ο κ. Χαρίλαος Νικολάου, που μεγάλωσε εκεί, θυμάται τις στιγμές της παιδικής του ηλικίας: «Καθόμασταν στο πεζοδρόμιο με τους φίλους μου, γελούσαμε με την ψυχή μας… και αν περπατούσες στα στενά, άκουγες ψιθύρους και γέλια να βγαίνουν από τα καφενεία, εκεί όπου μαζευόταν ο κόσμος να πει τον καφέ του και να κουβεντιάσει».

Η Αιγιαλούσα ήταν κοινότητα. Εκεί λειτουργούσε και ελληνικό γυμνάσιο, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες και των γύρω χωριών, ένα σημείο αναφοράς για τη μόρφωση και την πρόοδο της περιοχής. Τα σπίτια ήταν χτισμένα κοντά, σαν να αγκαλιάζουν το ένα το άλλο, και γύρω τους απλώνονταν χωράφια και καταπράσινα δέντρα. Για το πότισμα, οι κάτοικοι φρόντιζαν να καθαρίζουν τα νερά και να τα διοχετεύουν στα περιβόλια. Όλα λειτουργούσαν με απλότητα, οργάνωση και συνεργασία.

Τα καλοκαίρια, οι αυλές γέμιζαν ζωή. Στρωνόντουσαν μεγάλα τραπέζια, μυρωδιές από σπιτικό φαγητό πλανιόντουσαν στον αέρα, τα παιδιά έτρεχαν ξυπόλυτα, έπαιζαν και γέλαγαν. Ήταν εποχές που οι άνθρωποι είχαν λίγα, αλλά μοιράζονταν πολλά, χαρά, φιλία, στιγμές που έμεναν για πάντα. Η Αιγιαλούσα ήταν ένα χωριό πνιγμένο στο πράσινο, γεμάτο ελαιώνες και χαρουπιές, με ήχους από πουλιά και θροΐσματα φύλλων. Η ζωή κυλούσε ήρεμα, με ρυθμούς που σήμερα μοιάζουν βγαλμένοι από παραμύθι.

Καραβάς: Ανάμεσα στη θάλασσα και στο βουνό, μια γη γεμάτη άρωμα λεμονιού και νοσταλγία

Η ομορφιά του Καραβά δεν χρειάζεται πολλές λέξεις, δύο στίχοι του λαϊκού ποιητή Χαράλαμπου Δημοσθένους την αποτυπώνουν στο έπακρο: «Στη μια μερκά η θάλασσα τζαι το βουνό στην άλλη τζι ο Καραβάς στη μέση τους χωσμένος μες στα κάλλη». Και όπως μας είπε ο κ. Ιάκωβος Παπαϊακώβου, για εκείνον και τους γονείς του ο Καραβάς ήταν ένας επίγειος παράδεισος. Όσοι είχαν την τύχη να τον ζήσουν, κουβαλούν μέσα τους μια διαχρονική νοσταλγία, ενώ για όσους τον γνώρισαν μέσα από αφηγήσεις και ξεθωριασμένες φωτογραφίες, παραμένει ένα όνειρο γεμάτο αρώματα και χρώματα.

Αν περπατούσες στους δρόμους του, θα έβλεπες ανθρώπους να γελούν, να μιλούν, να ανταμώνουν σε εκδηλώσεις και γιορτές. Ήταν ένα μέρος γνωστό για την παραγωγή λεμονιών, που χάριζαν στο τοπίο άρωμα και πράσινο. Ολόκληρη η περιοχή ζούσε για το Φεστιβάλ Λεμονιού, κάθε Αύγουστο, μια μεγάλη γιορτή με παρελάσεις, τραγούδια, χορούς και μυρωδιές εσπεριδοειδών να πλανιούνται στον αέρα.

Πέρα από τη γεωργία, ο Καραβάς είχε και τουριστική ανάπτυξη. Ξενοδοχεία, μικρά εστιατόρια και φυσικά το υπέροχο φυσικό τοπίο που συνδύαζε βουνό και θάλασσα, δημιουργούσαν μια εικόνα σχεδόν εξωπραγματική. Ο Καραβάς ήταν και πολιτισμός. Μια χαρακτηριστική μορφή παραδοσιακής τέχνης που άνθισε εκεί ήταν το φριβολιτέ, η δημιουργία δαντελωτών μοτίβων με κόμπους πάνω σε κλωστή, σχηματίζοντας κρίκους ή τόξα. «Οι γυναίκες τότε έφτιαχναν με τα χέρια τους πραγματικά έργα τέχνης», θυμάται ο κ. Ιάκωβος, δείχνοντάς μας παλιές δημιουργίες που σήμερα αποτελούν κειμήλια.

Στα σπίτια, οι αυλές ήταν γεμάτες ανθισμένες λεμονιές, και τα απογεύματα μύριζαν σπιτικό φαγητό, ενώ οι φωνές των παιδιών αντηχούσαν στα σοκάκια. 

Μόρφου, η πόλη των πορτοκαλιών, του πολιτισμού και της ζωντάνιας

Η Μόρφου ήταν ένα κέντρο ακμής, με έντονη πολιτιστική ζωή και οικονομική ευρωστία, βασισμένη κυρίως στην παραγωγή των περίφημων εσπεριδοειδών της. Οι ατέλειωτοι πορτοκαλεώνες χάριζαν όχι μόνο ευημερία στους κατοίκους, αλλά και ένα μοναδικό άρωμα που χαρακτήριζε την περιοχή. Έσφυζε από εκπαιδευτική δραστηριότητα, λειτουργούσαν πολλά σχολεία, ανάμεσά τους και το Γεωργικό Γυμνάσιο, που αποτελούσε σημείο αναφοράς για όλη την Κύπρο, ενώ μέχρι το 1957 λειτουργούσε και το Διδασκαλικό Κολλέγιο, προσδίδοντας πνευματική αίγλη στην περιοχή.

Η πιο εμβληματική εκδήλωση της πόλης ήταν η Γιορτή του Πορτοκαλιού. Όπως θυμούνται οι παλιοί, ήταν μια γιορτή που συγκέντρωνε πλήθος κόσμου και έδινε στη Μόρφου μια πανηγυρική, κοσμοπολίτικη όψη, παρελάσεις, μουσικές, χοροί, άρματα στολισμένα με φρούτα, και φυσικά, οι μυρωδιές του καρπού που έκανε την πόλη διάσημη πέρα από τα σύνορα της Κύπρου.

Όπως μας αποκάλυψαν ο κ. Αντρέας Ευθυμίου και η σύζυγός του κ. Χρυσούλα Ευθυμίου, η αγορά της Μόρφου ήταν σημείο συνάντησης για όλη την περιοχή: «Ερχόταν κόσμος από τα γύρω χωριά, όχι μόνο για να ψωνίσει, αλλά για να συναντηθεί, να μιλήσει, να βρεθεί. Ήταν γιορτή η μέρα της αγοράς».

Αντίστοιχα, τα πανηγύρια είχαν ξεχωριστή θέση στη ζωή των Μορφιτών, με πιο σημαντικό εκείνο για τη γιορτή του Αγίου Μάμα, προστάτη της περιοχής. Το πανηγύρι ήταν συνώνυμο χαράς, συντροφιάς και μουσικής, με πάγκους γεμάτους καλούδια, παιχνίδια για τα παιδιά και άφθονες λιχουδιές. Η Μόρφου δεν ήταν μόνο οικονομικό και κοινωνικό κέντρο, βρισκόταν δίπλα σε περιοχές με σημαντικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως οι αρχαίες Σόλοι και το Βουνί, συνδέοντας έτσι την καθημερινότητα με το ένδοξο παρελθόν του νησιού.

WKND BY MUST: Τελευταία Ενημέρωση