

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη
Η πρώτη επαφή με το «...άμμος » του Μιχάλη Μακρόπουλου, από τις εκδόσεις Κίχλη, είναι ένα βλέμμα που αγγίζει ένα εξώφυλλο σαν ανάσα· λεπτομέρεια από το έργο του Diego Rivera Creation (1931), σε ακουαρέλα, απλώνεται απαλά γύρω από το βιβλίο. Οι μορφές και τα χρώματα, σαν να υφαίνονται από φως και σκιά, γεννιούνται και επιστρέφουν, μέσα σε μια κυκλική κίνηση που χωρά την αρχή και το τέλος, τη γέννηση και τη φθορά. Η εικαστική αυτή επιλογή δεν λειτουργεί ως απλό στολίδι· είναι η προαναγγελία του τόνου και του βάθους που θα συναντήσεις στις σελίδες. Είναι σαν να σιγοψιθυρίζει πως εδώ η ζωή θα μιλήσει σιγανά, τρυφερά, κι όμως θα φτάσει στα ενδότερα.
Στις σελίδες της«...άμμου», η απλότητα αναδεικνύεται σε τέχνη. Ως ένδεια; Όχι, ως πληρότητα. Ως κενό; Όχι, ως ολότητα που βρίσκει νόημα στα μικρά και ταπεινά. Η αφήγηση υφαίνεται με τα νήματα του οικείου: η θέα από το παράθυρο, οι ήχοι που φτάνουν από τον δρόμο ή τον κήπο, η ευωδιά των αγαπημένων που αναμειγνύεται με τα αρώματα που φέρνει ο άνεμος. Η φωνή, με τη χροιά και το βάρος της, χαράζει μια παρουσία στον χώρο και στον χρόνο. Κι ακόμη πιο πολύ, η εικόνα μας στα μάτια εκείνων που αγαπούμε αλλά και μας αγαπούνε· όχι ως αντανάκλαση ματαιοδοξίας, αλλά ως καθαρή αποδοχή του ποιοι είμαστε, ακόμη και με τις ατέλειές μας, ακόμη και με την ευάλωτη ομορφιά μας.
Το βιβλίο αποστρέφεται το κυνήγι της ύλης και των επιφανειακών λαμπυρισμών. Υμνεί την ικανότητα να είσαι ευτυχισμένος με όσα σου χαρίζονται· να χαίρεσαι με το λίγο, να αντέχεις με πίστη το δύσκολο. Η ζωή δεν παρουσιάζεται εδώ ως δίχως αγκάθια· μα το βλέμμα την αγκαλιάζει ολόκληρη, σαν κάτι απλό και πολύτιμο, όταν τη δεις μέσα από το φίλτρο της αγάπης. Οι κόκκοι της άμμου που παραμένουν στις πατούσες, στα σεντόνια, στους μεντεσέδες και στις σελίδες, δεν είναι σκουπιδάκια προς απομάκρυνση, αλλά μικρά ενθύμια μιας ύπαρξης που έζησε και ένοιωσε.
Στην «..άμμο», το δύσκολο δεν κρύβεται ούτε εξορίζεται. Αντί να το αντικρίζει ως χαστούκι, το δέχεται ως χάδι – ένα χάδι που μπορεί να αφήνει σημάδι, αλλά διαμορφώνει την ψυχή. Γιατί η δοκιμασία, όσο οδυνηρή κι αν είναι, διευρύνει το βλέμμα μας, χαρίζει άλλη ματιά στον κόσμο, μέσα από τα ίχνη που αποτυπώνει στο σώμα και στον νου. Κι αυτά τα ίχνη, όσο κι αν πονέσουν, μας κάνουν πιο δυνατούς, πιο σοφούς, πιο ικανούς να είμαστε ευγνώμονες για όλα όσα απαρτίζουν τη ζωή μας.
Το διακριτικό memento mori που διαπερνά το κείμενο δεν έχει σκοπό να φοβίσει· είναι περισσότερο μια ήσυχη σκιά, μια φιλική συνοδεία. Υπενθυμίζει ότι το τέλος είναι αναπόφευκτο, κι ακριβώς γι’ αυτό το παρόν αξίζει να το ζούμε με πληρότητα. Σαν την άμμο που, ακόμη και μέσα σε μια μέρα χαράς, παραμένει κρυμμένη στη ράχη ενός βιβλίου ή σε μια κρυφή γωνιά του σπιτιού, για να θυμίζει ότι η ομορφιά είναι φθαρτή, και γι’ αυτό μοναδική.
Η γραφή του Μακρόπουλου είναι καθαρή, αργή και ευλαβική. Δεν βιάζεται να εντυπωσιάσει· αρκείται στο να σταθεί, να κοιτάξει, να ακούσει, να μυρίσει, να αισθανθεί. Κι αυτή η στάση περνά στον αναγνώστη, τον μαθαίνει να επιβραδύνει, να αφουγκραστεί, να δει το μικρό, να αναγνωρίσει την αλήθεια που φωλιάζει στα ασήμαντα. Η πραγματική πολυτέλεια εδώ δεν είναι το σπάνιο και το θεαματικό, αλλά η επίγνωση ότι ζεις, ότι βρίσκεσαι μέσα στον χρόνο, μέσα στον χώρο, μέσα στον εαυτό σου και στους άλλους.
Η «,,,άμμος» είναι τελικά ένας ύμνος στο να χωράς ολόκληρη τη ζωή σε μια χούφτα στιγμές· στο να βρίσκεις ομορφιά ακόμη και στο ατελές και να το αποδέχεσαι. Είναι μια υπενθύμιση ότι η ευτυχία δεν βρίσκεται στο να αποκτάς, αλλά στο να αναγνωρίζεις και να αγαπάς όσα ήδη κατέχεις. Ότι οι κόκκοι της δικής σου άμμου, όσο μικροί κι αν φαίνονται, είναι το υλικό από το οποίο υφαίνονται οι μέρες σου.
Κι όταν το βιβλίο κλείσει, θα έχει μείνει λίγη άμμος μέσα σου. Από αυτήν της ακρογιαλιάς; Όχι, αλλά από τις λέξεις, τις εικόνες, τις φωνές και τις σιωπές που κύλησαν στις σελίδες. Μια άμμος που δεν την ξεπλένεις, αλλά τη φυλάς, γιατί σου θυμίζει ότι έζησες, ότι αγάπησες, ότι στάθηκες μάρτυρας της ίδιας σου της ζωής.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η ιδιαίτερη επιλογή του συγγραφέα να αποδώσει το κείμενο στο πολυτονικό. Δεν πρόκειται για μια απλή αισθητική νοσταλγία· το πολυτονικό, με τις αναπνοές και τους τόνους του, φέρει μια αύρα που ταιριάζει απόλυτα με την υφή της«...άμμου». Ανακαλεί κάτι από την παλαιότητα και τη γαλήνη, προσδίδει μουσικότητα και ανάσες στη ροή των λέξεων, υποστηρίζοντας το λυρικό και τρυφερό της χαρακτήρα. Είναι μια επιλογή που τιμά το περιεχόμενο, το ντύνει με μια μορφή που σέβεται τον ρυθμό και το ήθος της αφήγησης.
Διαβάστε το!
Αναζητήστε το βιβλίο στα Βιβλιοπωλεία Parga εδώ.
Για τον συγγραφέα: Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ γεννήθηκε το 1965 στο Παγκράτι. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε εννιά χρόνια στη Θεσσαλονίκη και από το 2010 ζει με την οικογένειά του στη Λευκάδα. Περνά μεγάλα διαστήματα στα χωριά της Ηπείρου Δελβινάκι Πωγωνίου, όπου διαδραματίζονται κάποιες από τις ιστορίες του, και Γρεβενίτι Ανατολικού Ζαγορίου. Έχει εκδώσει δεκατέσσερα λογοτεχνικά βιβλία για ενήλικες· τα τελευταία επτά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κίχλη: Το δέντρο του Ιούδα (2014), Τσότσηγια & Ω᾽μ (2017), Μαύρο νερό (2019, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2020, Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2020 του περιοδικού Ο Αναγνώστης), Η θάλασσα (2020), Άρης (2021, μαζί με την ποιήτρια Ελένη Κοφτερού), Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον (2022), Μαργαρίτα Ιορδανίδη (2024). Έχει εκδώσει επίσης το Οδοιπορικό στο Πωγώνι (Fagotto, 2013), το δοκίμιο για τον κινηματογράφο Το ποτάμι του χρόνου (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2023), καθώς και έξι βιβλία για παιδιά, εκ των οποίων η Μαλαματένια βελανιδιά (Καλειδοσκόπιο, 2020) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2021). Διηγήματά του δημοσιεύονται σε διάφορα περιοδικά. Εργάζεται ως μεταφραστής.