Αφροδίτη Δερματά
Το αλκοόλ τριγυρνάει στο αίμα μας κι εμείς καθόμαστε ζαλισμένες και εξαντλημένες από τον oλονύκτιο χορό του Σαββατόβραδου στο παγκάκι κάτω από τα πεύκα, κρατώντας από μια καυτή, αχνιστή τυρόπιτα στα χέρια. Είναι ξημέρωμα Κυριακής, το ρολόι δείχνει πέντε και μπροστά μας ξετυλίγεται η γαλήνη της θάλασσας, ένα ανέμελο υπόλοιπο καλοκαιριού, μια υποψία της ανατολής του ήλιου και η υπόλοιπη ζωής μας. Τρώμε με λαχτάρα τις τυρόπιτες, οι οποίες γλιστράνε σαν βάλσαμο στα ταλαιπωρημένα μας στομάχια. Τελειώνουμε το φαγητό, πίνουμε νερό και βγάζουμε τα τσιγάρα από τις τσάντες μας. Συζητάμε ψιλοτραυλίζοντας από τη ζάλη του ποτού. Οι συζητήσεις μας δεν έχουν κανένα νόημα και κάθε τόσο γελάμε σπρώχνοντας η μια την άλλη πάνω στο παγκάκι. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου εμφανίζονται σαν πυροτέχνημα πίσω από τα βουνά. Σκέφτομαι ότι το τσιγάρο θα έχει πιο ωραία γεύση αν τα πόδια μου είναι βρεγμένα, προτείνω στις άλλες να κατέβουμε κάτω στη θάλασσα να το ανάψουμε και αυτές συμφωνούν. Σηκωνόμαστε και τρεκλίζοντας κατεβαίνουμε η μία πίσω από την άλλη, τα σκαλιά. Στο προτελευταίο σκαλί δίνω τόσο βάρος στο αριστερό μου πόδι που μετακινείται κάποια χιλιοστά το γόνατο από τη θέση του. Πονάει αλλά δεν δίνω σημασία. Φοράω λευκό παντελόνι και κόκκινο, πλεκτό, τιραντένιο μπλουζάκι. Σηκώνω το παντελόνι μέχρι το γόνατο και βάζω τα πόδια μου στη θάλασσα. Το νερό είναι χλιαρό και το απολαμβάνω πηγαίνοντας πάνω-κάτω, παρατηρώντας τα πόδια μου, με το τσιγάρο στo χέρι. Οι άλλες δυο κάθονται στην άκρη. Ξαφνικά έχω μια φαεινή ιδέα, σηκώνω αυθόρμητα με δύναμη το πόδι μου από τη θάλασσα και τις καταβρέχω. Οι ξαφνιασμένες τους φωνές ταράζουν βίαια την γαλήνη του τοπίου αλλά εγώ συνεχίζω να τις βρέχω. Ανταποδίδουν. Ο ήλιος έχει αρχίσει να ξεπροβάλει κι εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτες τον νεροπόλεμο ξεκαρδισμένες από τα γέλια. Τριγύρω έχει τόση ησυχία που είναι σαν να βρισκόμαστε μόνες μας στο σύμπαν. Μια βάρκα ακούγεται από μακριά και μας θυμίζει ότι λίγο πιο πέρα υπάρχει ζωή. Εν τω μεταξύ είμαστε τόσο βρεγμένες που πλέον δεν έχει νόημα. Βουτάμε κανονικά μέσα στη φρόνιμη θάλασσα κι αρχίζουμε να κολυμπάμε ταράζοντας τα ήρεμα νερά της. Ο βυθός είναι πεντακάθαρος, μπορείς να δεις τα πάντα μέσα, ο ήλιος ανεβαίνει αργά, μια υπέροχη ανατολή ξεπροβάλλει μπροστά μας και το σκηνικό είναι μαγεία. Δεν θυμάμαι πώς σκουπιστήκαμε ούτε πώς γυρίσαμε πίσω. Με θυμάμαι να βγάζω με κόπο στο μπάνιο το λευκό παντελόνι που ήταν κολλημένο πάνω μου και να γεμίζει το πάτωμα χαλίκια, θυμάμαι το πλεκτό κόκκινο μπλουζάκι μου που είχε γίνει από κολλητό κοντό μπλουζάκι, φαρδύ ξεχειλωμένο φόρεμα, θυμάμαι και τη γιαγιά μου να γκρινιάζει έξω από την πόρτα του μπάνιου.
Κάποιοι σοφοί λένε ότι αξίζει να βλέπεις έστω μια ανατολή τον χρόνο. Τις ανατολές για έναν περίεργο λόγο τις θυμάσαι για πάντα. Φέρνουν μαζί τους αναγέννηση, νέα αρχή, αισιοδοξία. Αυτήν την ανατολή τη θυμάμαι λίγο παραπάνω γιατί βούτηξα μέσα της… Και να θέλω να την ξεχάσω δηλαδή μια σουβλιά στο γόνατο κάθε που αλλάζει ο καιρός, μου τη θυμίζει.
Υ.Γ. Σήμερα χρειαζόμουν λίγη αισιοδοξία και ήθελα να μιλήσω για μια ανατολή και να την αφιερώσω σε μια ψυχή που έδυσε ξαφνικά εχθές το βράδυ και σε μια άλλη που έδυσε πριν από εννέα χρόνια… Έτσι για να μην ξεχνάμε ότι η ζωή είναι στιγμές κι εμείς απλά περνάμε στον χρόνο.
" Πάνω στα χέρια σου ακούμπησα πετράδι μια μυρωδιά καλοκαιριού απ' τις ακτές"