

Αφροδίτη Δερματά
Το δικό μου τέλειο καλοκαίρι δεν έχει κοσμοπολίτικη λάμψη. Δεν χάνεται στα πολύβουα στενά της Μυκόνου και σε τρέντι μπιτσόμπαρα, δεν κουρνιάζει σε πολυσύχναστες παραλίες, δεν σουλατσάρει με μαλλιά κομμωτηρίου, δεν δροσίζεται με ευφάνταστα κοκτέιλ, δεν τρώει σε εστιατόρια πολυτελείας και δεν εγκλωβίζεται στους τοίχους και στις πισίνες ενός πολυτελούς ξενοδοχείου.
Το τέλειο καλοκαίρι για εμένα απλώνεται σε παραλίες γραφικές και άδειες. Σε εκείνα τα βιβλία που οι σελίδες τους γυρνάνε κάτω από τη σκιά του πεύκου. Σε εκείνη την καντίνα δίπλα στο κύμα που σερβίρει παγωμένο ούζο και ολόφρεσκο ψαρομεζέ.
Στην κουβέντα με φίλους, σε εκείνο τον βράχο με τις απλωμένες πετσέτες τα απογεύματα. Στα βατραχοπέδιλα που «ξυπνούν» την γαλήνια θάλασσα τα πρωινά, στη μάσκα που ανοίγει την «κουρτίνα» και αποκαλύπτει τον κόσμο του βυθού. Στους αχινούς που τον κοσμούν.
Στα μικρά χωριά που ξαναζωντανεύουν, και στους ανθρώπους τους που έχουν πάντα μια ιστορία ζωής να σου πουν. Στην ανακάλυψη μιας νέας, απόμερης παραλίας – κάπου είχα διαβάσει: «Κάθε καλοκαίρι να πηγαίνεις σε μια παραλία που δεν έχεις ξαναπάει ποτέ».
Στα μικρά ξωκκλήσια που φοράνε τα "καλά" τους για να υποδεχτούν τον Δεκαπενταύγουστο.
Στον ελληνικό καφέ, που συνοδεύεται από ένα σιροπιαστό καταΐφι, με φόντο τις αραγμένες βαρκούλες – η καθεμιά με το όνομά της… Φροσύνη, Ελπίδα, Γεωργία.
Σε μια βόλτα με ψαροκάικο προς την κοντινότερη βραχονησίδα. Στα μαγαζάκια του νησιού με τα ψάθινα καπέλα και τα κοχυλένια κοσμήματα – μικρά ενθύμια για να σου θυμίζουν για πάντα εκείνο το καλοκαίρι.
Στα αλατισμένα παρεό και τα φθαρμένα σανδάλια, στις πολύχρωμες σαγιονάρες. Στη σιωπή της νύχτας, καθώς τα φώτα του λιμανιού καθρεφτίζονται στη θάλασσα κι εσύ τα παρακολουθείς από μακριά, αφουγκραζόμενος την απόκοσμη βοή της.
Στη ραστώνη του μεσημεριού, στο σιδερένιο κρεβάτι κάτω από την κληματαριά.
Τα καλοκαίρια μου, για να είναι όμορφα, πρέπει να αγγίζουν εκείνα των παιδικών μου χρόνων. Η απλότητά τους είναι το κλειδί· το κλειδί που ανοίγει την πόρτα και με φέρνει πίσω — έστω και για λίγο.
Πρέπει να έχουν μέσα τους εκείνη τη διάθεση των πανηγυριών. Καθώς μια οξύμωρη μελωδία μας παρασύρει σε έναν χαρούμενο κύκλο χορού, ο στίχος -σχεδόν ειρωνικά- μας περιβάλλει και μας υπενθυμίζει:
«Τούτη η γη που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε...»
Άλλωστε, τι είναι η ζωή;
Ένα πανηγύρι. Μπες στον χορό της, δώσε τα όλα, λιώσε τα παπούτσια σου…
Μόνο έτσι, βγαίνοντας από τον κύκλο, θα μπορείς να πεις πως τελικά άξιζε.