ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: Denim jumpsuit και μπαλαρίνες
 

Η μακό μαύρη μπλούζα

Αφροδίτη Δερματά

Αφροδίτη Δερματά

To ρολόι δείχνει 6 και 35. Βγαίνει από το γραφείο του διευθυντή του. Είχαν μια έντονη λογομαχία σχετικά με τους οικονομικούς στόχους της νέας χρονιάς και νιώθει ότι δεν μπορεί να αναπνεύσει από το άγχος. Πάει στο γραφείο του, φοράει το μπουφάν του και παίρνει από το πακέτο του ένα τσιγάρο. Βγαίνει στο μπαλκόνι, το κρύο είναι τσουχτερό, ανάβει το τσιγάρο και φυσάει τον καπνό κοιτώντας ψηλά στον ουρανό. Θα ήθελε να μπορέσει να αλλάξει τα πάντα. Να αλλάξει δουλειά, πόλη, διαμέρισμα. Να φύγει και να εξαφανιστεί σαν τον καπνό που σκορπίζεται στον ουρανό. Τραβάει μια δυνατή τζούρα, τον φυσάει, τα πνευμόνια του αδειάζουν και νιώθει για λίγο ότι κάνει μια μικρή απόδραση μαζί του. Ότι σκορπίζεται κι αυτός ανάλαφρος στον ουρανό. Κλείνει τα μάτια του και φαντάζεται ότι βρίσκεται στο χωριό του, κάθεται δίπλα στο τζάκι του πατρικού του και να δέχεται τις φροντίδες της μητέρας του. Αυτό έχει ανάγκη αυτή η στιγμή, την μητρική θαλπωρή. Έχει καιρό να πάρει τηλέφωνο τους γονείς του να δει τι κάνουν. Δεσμεύεται νοερά ότι το βράδυ θα τους τηλεφωνήσει. Μπαίνει μέσα πάει στο γραφείο του, ανοίγει μηχανικά τα email, πατάει το send /receive δεν έχει έρθει τίποτα. Κλείνει το email του μπαίνει στο facebook δεν βλέπει καμία κόκκινη ειδοποίηση, κάνει στα γρήγορα ένα scrolldown και το κλείνει. Στη οθόνη του εμφανίζεται μια όμορφη εικόνα από ένα παραθαλάσσιο χωριό. «Κάποτε θέλω να μετακομίσω σε ένα μικρό σπίτι δίπλα στην θάλασσα, να έχει μια μικρή αυλή, μια αιώρα στην άκρη και να ακούω τα κύματα που σκάνε στην ακτή». Ξαφνικά η οθόνη του υπολογιστή σβήνει και μαζί της σβήνει και το όνειρό του.

Πατάει το κουμπί του ασανσέρ κατεβαίνει στο ισόγειο και βγαίνει στον δρόμο. Το κρύο είναι τσουχτερό. Τυλίγει καλά το κασκόλ στο λαιμό του. Μπαίνει στο αυτοκίνητο του, βάζει το κλειδί, αφήνει λίγο να ζεσταθεί η μηχανή, ανοίγει το ραδιόφωνο και ξεκινάει. Καθώς φτάνει στη γειτονιά του έχει νυχτώσει για τα καλά. Παρκάρει έξω από το σούπερ μάρκετ, αγοράζει μια κατεψυγμένη πίτσα, ένα μπουκάλι κρασί και τσιγάρα και ξαναμπαίνει στο αυτοκίνητο. Φτάνει στην πολυκατοικία του. Δυσκολεύεται να βρει να παρκάρει. Του παίρνει δέκα λεπτά μέχρι να τα καταφέρει. Κατεβαίνει νωχελικά, μπαίνει στην είσοδο της πολυκατοικίας, φτάνει στο ασανσέρ και πατάει το κουμπί για τον τρίτο όροφο. Μένει σε μια μικρή συμπαθητική γκαρσονιέρα 45 τετραγωνικά. Γυρνάει το κλειδί, βγάζει τα παπούτσια του και κατευθύνεται προς την κουζίνα, βάζει το κρασί στο ψυγείο και αφήνει την πίτσα στον πάγκο. Στο κινητό του έρχονται απανωτές ειδοποιήσεις. Είναι μηνύματα από τους φίλους του. Έχουν ένα γκρούπ όπου λένε τα νέα της ημέρας και κανονίζουν τις εξόδους τους. Κάποιος σήμερα πετάει την ιδέα να πάνε για μπίρες. Βλέπει το μήνυμα στα πεταχτά αλλά δεν απαντάει. Δεν έχει όρεξη να δει κανέναν. Το μόνο που τον νοιάζει είναι να κάνει ένα καυτό ντους και να αράξει στον καναπέ.

Επιτέλους έρχεται η πολυπόθητη στιγμή. Βγάζει την πίτσα από τον φούρνο και βάζει ένα ποτήρι κρασί. Κάθεται αναπαυτικά στον καναπέ και ανάβει την tv. Αλλάζει μηχανικά τα κανάλια. Δεν βρίσκει τίποτα ενδιαφέρον. Οι σκέψεις του, του προκαλούν άγχος. Σκέφτεται την δουλειά του, σκέφτεται τον χωρισμό του, σκέφτεται την ζωή του, τα χρόνια που περνάνε, τους γονείς του που δεν θα τους πάρει και πάλι σήμερα τηλέφωνο γιατί είναι αργά. Πίνει μια γουλιά κρασί σε μια έσχατη προσπάθεια να πνίξει τις σκέψεις του. Σηκώνεται, κοιτάει έξω από το παράθυρο τα φώτα της πόλης. Στα σχοινιά είναι απλωμένη από την Κυριακή μια μαύρη μακό μπλούζα. Εδώ και μέρες την κοιτάει και όλο αναβάλλει το να πάει να την μαζέψει. Νιώθει ότι η εικόνα της λειτουργεί σωρευτικά προσθέτοντας του επιπλέον άγχος. Υπόσχεται στον εαυτό του πριν κοιμηθεί να πάει να την μαζέψει. Ξαπλώνει στον καναπέ, σκεπάζεται με μια κουβέρτα. Οι σκέψεις σκεπάζουν το μυαλό του. Το what’s up χτυπάει ασταμάτητα. Μηνύματα από την δουλειά, μηνύματα από τον κολλητό του. Θα απαντήσει αύριο… Αύριο θα πάρει και τους γονείς του τώρα είναι αργά, αύριο αν βρει κουράγιο θα στείλει ένα μήνυμα και σε αυτήν να της πει ότι την πεθύμησε και ότι του λείπει. … Φυσάει αέρας η μακό μπλούζα «χορεύει» στο σχοινί. Κάνει κρύο. Αύριο θα μαζέψει την μπλούζα. Τον παίρνει ο ύπνος στον καναπέ. Ξυπνάει ξαφνικά ξημερώματα, μια βοή απόκοσμη τον ξαφνιάζει. Σκυλιά στον δρόμο ουρλιάζουν. Κοιτάει την μακό μπλούζα που κουνιέται, κουνιέται και αυτός μαζί της.… Προσπαθεί να σηκωθεί, προσπαθεί να καταλάβει αν είναι όνειρο ή πραγματικότητα, οι τοίχοι τον πλακώνουν. Οι σκέψεις του αλλάξαν μορφή. Νιώθει μικρός και ανήμπορος μπροστά στον άγριο χορό της φύσης. Βλέπει το αύριο να τρέμει αλλοπρόσαλλα μαζί με την μακό μπλούζα. Κρύβονται και τα δυο στο σκοτάδι. Και ξαφνικά δεν υπάρχει αύριο και η μακό μαύρη μπλούζα χάνεται στα ερείπια.

'Ολα, όλα, τ' αφήνουμε γι'αυτό το αύριο που δεν θα έρθει ποτέ...Χρόνης Μίσσιος

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Αφροδίτη Δερματά: Τελευταία Ενημέρωση

X