ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: Leopard pants, μαύρο crop top και kitten heels
 

Μια γρατζουνιά για να θυμάσαι

Αφροδίτη Δερματά

Αφροδίτη Δερματά

«Πόσο τυχερή είσαι που ζεις εδώ!» μου έλεγε η φίλη μου η Μαρία όταν ερχόταν διακοπές στο χωριό. Εγώ, όμως, δεν το καταλάβαινα, την κοιτούσα απορημένη και αναρωτιόμουν γιατί το λέει αυτό.  Tην ζήλευα οικτρά που έμενε στην Αθήνα, με τα θέατρα, τους κινηματογράφους, το Μινιόν και τα λούνα παρκ. Ζήλευα το μικρό μπαλκόνι της με τα πολλά πλαστικά παιχνίδια και τα ψεύτικα αλογάκια - αεροπλανάκια - αυτοκινητάκια που λειτουργούσαν με το κέρμα στο περίπτερο της γειτονιάς και σου έδιναν 3 ολόκληρα απολαυστικά λεπτά παιχνιδιού μετά μουσικής. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πόσο πολύ τυχερή ήμουν που μεγάλωσα σε χωριό. Που έζησα την απόλυτη ελευθερία κοντά στη φύση, που κάθε μέρα ήταν απόλυτα απολαυστική και εξαντλητική και που το παιχνίδι μου δεν είχε χρονόμετρο που το όριζε ένα μεταλλικό κέρμα αλλά τελείωνε πάντα με τη δύση του ήλιου.

Πολλές φορές σκέφτομαι πώς έχει αλλάξει έτσι η ζωή και λυπάμαι τα παιδιά μας. Που δεν ξέρουν να πλήττουν, να εφευρίσκουν παιχνίδια, να τριγυρνάνε ελεύθερα να μαζεύουν εικόνες και εμπειρίες, να γίνονται αυτόνομα και να ζουν τις δικές τους πραγματικές περιπέτειες κι όχι αυτές τις ψεύτικες που τα εγκλωβίζουν στον ψεύτικο κόσμο της οθόνης του υπολογιστή. Όταν μου λέει ο γιος μου «βαριέμαι», μου έρχεται να του πω «κάνε καμιά κηδεία να περάσει η ώρα σου»… Ξέρεις τι κηδείες είχα κάνει εγώ όταν ήμουν στην ηλικία σου; Διότι, όταν ήμουν μικρή, ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια ήταν να κάνω κηδείες σε έντομα που νόμιζα ότι άφηναν την τελευταία τους πνοή στον περίβολο του σπιτιού. Είχα θάψει άπειρες πεταλούδες που κείτονταν ακίνητες στο μπαλκόνι μου. Στο πίσω μέρος του σπιτιού είχε ολόκληρο νεκροταφείο με μικρούς, χειροποίητους, ξύλινους σταυρούς. Διοργάνωνα εν τω μεταξύ κανονική τελετή με ψαλμωδίες, ύφος πένθιμο, ράντισμα με αγιασμό και απόλυτη κατάνυξη. Και λέω πως νόμιζα ότι άφηναν την τελευταία τους πνοή γιατί χρόνια μετά έμαθα ότι όλες αυτές οι ακίνητες πεταλούδες είχαν πέσει σε χειμερία νάρκη και πήγαν κρίμα κι άδικα πριν την ώρα τους στον άλλο κόσμο. Μη νομίζεις, όμως, ότι είχα βίτσιο μόνο με τις κηδείες. Όλα τα μυστήρια μού άρεσαν εξίσου και γίνονταν με την ανάλογη επισημότητα και ευλάβεια. Σε κάποια μάλιστα είχα και καλεσμένους, όπως όταν βάφτισα την κούκλα μου τον Μπούκο. Τότε έστησα μεγάλο γλέντι και οι καλεσμένοι είχαν να το λένε το πόσο καλή και φιλόξενη οικοδέσποινα ήμουν. Φανταστικοί μεν αλλά είχαν άποψη, και ο Μπούκος κυκλοφορούσε πλέον υπερήφανος με το νέο του όνομα. Εν τω μεταξύ ήμουν και δεινή μαγείρισσα, έφτιαχνα πετρόσουπες με αγριόχορτα, να κάνεις ότι τρως και να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Και αρώματα έφτιαχνα από τα φύλλα των τριανταφυλλιών που είχαμε στην αυλή και λουζόμουν με το ροδόνερο για να μοσχομυρίζω. Ήμουν χρυσοχέρα, είχα να το λέω.

Στο χωριό ζούσαμε στο μέγιστο με όλες μας τις αισθήσεις την κάθε εποχή. Ξέραμε ότι πλησίαζε η άνοιξη όταν η αμυγδαλιά έξω από το παράθυρο του δωματίου μου φορούσε τα λευκά της. Ήταν φορές που το κρύο ήταν τσουχτερό και περιμέναμε με αγωνία να ανοίξουμε τα παντζούρια για να δούμε αν το είχε «στρώσει». Η έντονη προσμονή μας μεταμόρφωνε σαν παραίσθηση τα άνθη της αμυγδαλιάς σε χιόνι και μέχρι να διαπιστώσουμε την πραγματικότητα για λίγα λεπτά σκιρτούσε η καρδιά μας από τη χαρά. Όταν χιόνιζε στ' αλήθεια δε, η χαρά μας ήταν απερίγραπτη, φορούσαμε 5 στρώσεις ρούχων, πάνω από τις πιτζάμες,  και βγαίναμε έξω για παιχνίδι.

Η μπαλκονόπορτα στο δωμάτιο των γονιών μου έβλεπε στον κάμπο. Εκεί καθισμένη στο κρεβάτι τους παρακολουθούσα όλες τις εποχές να πηγαινοέρχονται και όποτε έβρεχε ένα τεράστιο ουράνιο τόξο εμφανιζόταν στον κάμπο και η εικόνα γινόταν μαγική. Ένας μύθος έλεγε ότι εκεί που ξεκινάει το ουράνιο τόξο κρύβεται ένας θησαυρός και δεν ξέρω τι ήταν που με κρατούσε να μην αρχίσω να τρέχω στους κάμπους για να βρω τον θησαυρό. Άπειρα απογεύματα ξαπλωμένη στην άκρη του κρεβατιού των γονιών μου κοιτούσα τον ουρανό και προσπαθούσα να νιώσω τη γη να γυρίζει.

Μπορεί εν τω μεταξύ να έμενα με τους γονείς μου αλλά είχα και το δικό μου εξοχικό σπίτι πάνω σε μια ελιά, την οποία είχα ξεχωρίσει γιατί μπορούσα να σκαρφαλώσω εύκολα και η κλίση της ήταν τέτοια που δημιουργούσε μια φυσική πολυθρόνα. Μια φορά πάνω στον οίστρο της εξερεύνησης χώθηκα μέσα σε μια τρύπα που είχε ένας θάμνος. Μέσα στον θάμνο υπήρχε μια υπέροχη φυσική σπηλιά, «ωραία» σκέφτηκα κατενθουσιασμένη, «αυτό θα είναι το καινούργιο μου εξοχικό», κι άρχισα να μεταφέρω πράγματα για το ντεκόρ. Το ντεκόρ απαρτιζόταν κυρίως από μικρές και μεγάλες πέτρες και ξύλα τα οποία με έναν μαγικό τρόπο μεταμορφώνονταν σε καρέκλες, τραπέζια και κρεβάτια. Μόλις με πήρε χαμπάρι ο πατέρας μου, έγινε έξαλλος. «Βγες αμέσως έξω!» με διέταξε φωνάζοντας «Είσαι τρελή; Εκεί μέσα είναι γεμάτο φίδια!». Έτσι εγκατέλειψα απογοητευμένη και κατατρομαγμένη το νέο μου σπίτι και περιορίστηκα στις ανέσεις της πολυθρόνας της ελιάς. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν φοβόμουν και πολλά πράγματα, αλλά τα φίδια και οι ανθρώπινοι σκελετοί μπορούσαν να με στείλουν στον άλλο κόσμο από την τρομάρα μου.

Εκείνες τις εποχές ήμουν ερωτευμένη με τον Δημητράκη. Όλα πήγαιναν καλά με το εν λόγω φλερτ ώσπου μια μέρα που είχε έρθει στο σπίτι μου επίσκεψη με τη μαμά του, με ενημέρωσε ότι θέλει να με παντρευτεί. Ωστόσο εγώ ήθελα ο άντρας που θα παντρευτώ να έχει αξιόλογο επάγγελμα και επ’ ουδενί να είναι καπετάνιος, γιατί δεν ήθελα να λείπει για πολύ καιρό από την οικογένεια, όπως τον μπαμπά της φίλης μου της Σταματίνας. Ο Δημητράκης μού δήλωσε ότι σκοπεύει να γίνει αστροναύτης. Αφού το σκέφτηκα λίγο του είπα ότι δυστυχώς δεν μ’ αρέσει το επάγγελμά του διότι θα αναγκάζεται να λείπει για πολύ καιρό από το σπίτι όπως τον καπετάνιο. Ο Δημητράκης που ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί μου συμβιβάστηκε με τα θέλω μου και μου υποσχέθηκε ότι θα βρει κάτι άλλο να κάνει ώστε να μην χρειαστεί να φεύγει εκτός γης κι έτσι κι εγώ δέχτηκα να γίνω κυρία Κοκοβίκου με δόξα και τιμή.

Η θλίψη, η χαρά, η αγωνία, ο θυμός διαδέχονταν το ένα το άλλο. Ήταν συναισθήματα που τα ζούσαμε σε όλο τους το μεγαλείο. Κανένα φίλτρο δεν υπήρχε πουθενά και καμία προστασία. Τριγυρνούσαμε σε γάμους, σε βαφτίσεις αλλά και σε κηδείες και ξέραμε από πρώτο χέρι τον κύκλο της ζωής, μέσα από την χαρά και το πένθος. Οι δάσκαλοι τραβούσαν αφτιά και δυστυχώς έριχναν και κανένα χαστούκι σε κάποιες περιπτώσεις, οι πετροπόλεμοι άνοιγαν κεφάλια και δεν ήξερες πού θα μπορούσε να σε πετύχει η συμμορία του χωριού και θα σου κάνει τη ζωή δύσκολη.

Έτσι κάπως κυλούσε η ζωή αυθεντικά, ανέμελα, αυθόρμητα, ελεύθερα, αφιλτράριστα και καμιά φορά επίπονα. Όλα τα συστατικά που λείπουν από τη σημερινή ζωή όπου τα πάντα βρίσκονται φιλτραρισμένα πίσω από μια οθόνη. Σχέσεις, ζωή, καθημερινότητα. Ακόμα κι ο πόνος πια είναι φιλτραρισμένος, κοινοποιείται, αναπαράγεται, πωλείται στον βωμό των likes. Η φαντασία συρρικνώνεται, η ματαιότητα εξαπλώνεται, η ομορφιά νοθεύεται κι εμείς δεν προλαβαίνουμε να παρακολουθήσουμε τη φιλτραρισμένη ζωή μας να απομακρύνεται. Ούτε καν προλαβαίνουμε να κάνουμε μια παύση για να κοιτάξουμε τον ουρανό να νιώσουμε την ηρεμία της γης που γυρίζει. Και τα παιδιά μας -δυστυχώς- προστατευμένα και αποστειρωμένα, καθισμένα πίσω από τις οθόνες μεγαλώνουν σε έναν ψεύτικο κόσμο, δεν παίζουν με τα χώματα, δεν έχουν καν γρατζουνιές στα γόνατα τους… Πόσο κρίμα…

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Αφροδίτη Δερματά: Τελευταία Ενημέρωση