

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελ.: 142
Το νέο βιβλίο της Κωνσταντίας Σωτηρίου, Η κεφαλή του Τσατσγουερθ, είναι ένα αφήγημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο ποιητικό χρονικό, μια ρυθμική θρηνωδία, μια τομή στον χρόνο και στην κοινωνική σιωπή. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, ο αναγνώστης διαβάζει συγκλονισμένος και καθηλωμένος, με την αίσθηση πως συμμετέχει σε μια τελετουργία.
Το έργο εστιάζει σε ένα τραγικό γεγονός που σημάδεψε την Κύπρο το 2019: τις δολοφονίες μεταναστριών γυναικών από έναν κατά συρροή δολοφόνο, ο οποίος για χρόνια δρούσε ανενόχλητος, ενώ η απουσία αυτών των γυναικών περνούσε απαρατήρητη. Ωστόσο, η Σωτηρίου αποφεύγει την ωμή περιγραφή. Αντίθετα, η ιστορία αποτυπώνεται μέσα από τη φωνή μιας ηλικιωμένης γυναίκας, που αφηγείται με τον ρυθμό της μνήμης, του προφορικού λόγου και της παράδοσης.
Η γλώσσα του βιβλίου είναι βαθιά λογοτεχνική. Οι προτάσεις εκτείνονται μακρόσυρτα, οι παράγραφοι απλώνονται σαν λαϊκά υφαντά, και οι επαναλήψεις δεν κουράζουν, αλλά λειτουργούν υπνωτικά, σαν το μοτίβο ενός μοιρολογιού. Οι κυπριακοί ιδιωματισμοί εντάσσονται φυσικά στη ροή, προσδίδοντας αυθεντικότητα. Είναι η γλώσσα της μαρτυρίας και της προφορικής Ιστορίας.
Στο επίκεντρο βρίσκεται ένα ισχυρό σύμβολο: η χάλκινη κεφαλή του θεού Απόλλωνα, που ανασύρθηκε στην Κύπρο και δωρίστηκε στο Βρετανικό Μουσείο, αφού πέρασε από τη συλλογή του Chatsworth House. Ένα κεφάλι χωρίς σώμα. Ένα τεχνούργημα αποσπασμένο από τη γη και τον πολιτισμό του, αποικιοποιημένο και αταίριαστο στον νέο του τόπο. Η Σωτηρίου αξιοποιεί αυτό το στοιχείο όχι μόνο για να μιλήσει για την πολιτιστική λεηλασία, αλλά κυρίως για να δημιουργήσει έναν παραλληλισμό. Πρόκειται για ένα εύρημα που αποκτά ποιητική και πολιτική διάσταση.
Η αρχιτεκτονική του έργου είναι εξίσου προσεγμένη. Τα κεφάλαια φέρουν ονόματα μετάλλων και ορυκτών: σιδηροπυρίτης, χαλκός, χρυσάφι, σίδηρος, ασημί, αμίαντος, κασσίτερος, ψευδάργυρος, ακόμη και αγιώματα. Κάθε υλικό κουβαλά το βάρος και το ίχνος του υπεδάφους, του σώματος της γης — όπως και οι γυναίκες φέρουν μέσα τους το βάρος των ζωών τους, του φύλου τους, της κοινωνικής τους θέσης. Το μέταλλο μετατρέπεται σε αφηγηματικό φίλτρο, φορτίζοντας το περιεχόμενο κάθε κεφαλαίου με έναν ιδιαίτερο συμβολισμό: ο χαλκός, άρρηκτα συνδεδεμένος με την Κύπρο· ο αμίαντος, επικίνδυνος αλλά ανθεκτικός· το χρυσάφι, πολύτιμο αλλά αδιάφορο μπροστά στην απώλεια. Ανάμεσα σε αυτά τα μέταλλα παρεμβάλλονται ιστορίες που δεν είναι ακριβώς «παράλληλες», αλλά θραύσματα· προφορικές αφηγήσεις, μαρτυρίες, παραμυθικά ή μυθολογικά μοτίβα, σκιές άλλων αφηγήσεων.
Αυτή η αρχιτεκτονική επιλογή δεν αποτελεί απλώς εφέ· δομεί το βιβλίο σαν ένα υπόγειο ορυχείο: ο αναγνώστης κατεβαίνει σταδιακά, με κάθε κεφάλαιο να αντιστοιχεί σε μια νέα στρώση ύλης και νοήματος. Η αφήγηση κινείται υπόγεια, ασυνεχής επιφανειακά, αλλά απόλυτα συντονισμένη στο βάθος της.
Η Σωτηρίου δεν γράφει για να καταγγείλει, θεωρώ, αλλά για να κρατήσει ζωντανή μια μνήμη που κινδύνευε να εξανεμιστεί. Δεν στρέφει το βλέμμα στον δράστη, αλλά στις γυναίκες που δεν βρήκαν φωνή. Και αυτή η αντιστροφή είναι ηθικά και λογοτεχνικά ριζοσπαστική. Δεν χρησιμοποιεί τη βία για να σοκάρει· αξιοποιεί τη σιωπή που συντρίβει. Η ανάγνωση δεν προσφέρει «λύτρωση», αλλά ξεσηκώνει τη συνείδηση.
Η Κεφαλή του Τσάτσγουερθ είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο υψηλής έντασης και πρωτοτυπίας. Συνδυάζει λυρισμό, προφορικότητα, μυθοπλασία και ιστορική επίγνωση σε μια πυκνή, σχεδόν τελετουργική αφήγηση. Είναι ένα βιβλίο για τη γυναικεία αορατότητα, για την κοινωνική συνενοχή, για τον πόνο που μένει βουβός. Και είναι, πάνω απ’ όλα, ένα βιβλίο μνήμης — όχι μόνο για ό,τι συνέβη, αλλά και για όσα δεν πρέπει να ξανασυμβούν.
Η Κωνσταντία Σωτηρίου, με την αφηγηματική της μαεστρία, την πολιτισμική της εγρήγορση και τη λυρική της πυκνότητα, υπογράφει εδώ ένα έργο που μένει και πονά — όσο κι αν βγαίνει ψιθυριστά.
Αναζητήστε το βιβλίο στα Βιβλιοπωλεία Parga εδώ.
Από το οπισθόφυλλο: Έβρεξε πολύ ο Θεός φέτος και αν δεν έβρεχε πολύ δεν θα κατέβαιναν τα ποτάµια, δεν θα ποτίζονταν τα δέντρα, δεν θα φύτρωναν τα λουλούδια, δεν θα γεµίζανε τα πηγάδια, δεν θα πληµµύριζαν οι δρόµοι, δεν θα ξεχείλιζαν τα φρεάτια του µεταλλείου, δεν θα ανέβαιναν πάνω τα νερά, δεν θα κουβαλούσαν σκοινιά, ξύλα και σαπισµένες λαµαρίνες, δεν θα κουβαλούσαν παλιά ρούχα, δεν θα έφερναν στην επιφάνεια τούβλα και µπάζα, δεν θα έσπρωχνε πάνω το νερό πεθαµένες γάτες και σκοτωµένες γυναίκες… Τον Απρίλιο του 2019, µετά από παρατεταµένες βροχές στην άνυδρη Κύπρο, ανακαλύπτεται το πτώµα µιας εργάτριας από τις Φιλιππίνες. Αρχίζει τότε ένα φρικτό κουβάρι να ξετυλίγεται, που θα οδηγήσει στα επτά θύµατα του πρώτου κατά συρροήν δολοφόνου της χώρας, πέντε µετανάστριες και δύο παιδιά. Οι σοροί θα βρεθούν σε διάφορες περιοχές, ανάµεσα στις οποίες και η Κόκκινη Λίµνη, ο κρατήρας του µεταλλείου της Κοκκινοπεζούλας, όπου στο παρελθόν άφησαν την τελευταία τους πνοή δεκάδες µεταλλωρύχοι χτυπηµένοι από πνευµονοκονίαση. Μια γυναίκα, που έχασε νέα τον άντρα της στο φονικό µεταλλείο, αφηγείται σήµερα, µε αφορµή τη σταδιακή ανεύρεση των δολοφονηµένων γυναικών, τη δική της σκληρή ζωή. Δίπλα της ηχεί η αρχαία φωνή του τόπου, µύθοι και δοξασίες που ξεκινούν από τα οµηρικά έπη και καταλήγουν στην κεφαλή του Τσάτσγουερθ, ό,τι απέµεινε από ένα χάλκινο άγαλµα του Απόλλωνα, που στοιχειώνει τη ζωή και τα όνειρα των ανθρώπων ακόµη και τώρα. Μια ιστορία ανάµεσα στο παρελθόν και στο µέλλον: οι Εγγλέζοι αποικιοκράτες, οι µετανάστες, ο Δράκος του Νερού, ένας τόπος που ανακαλύπτει συνεχώς, ζωντανά και πνιγµένα, µυστικά.
Για τη συγγραφέα: Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε στην Λευκωσία και γράφει βιβλία κυρίως για μεγάλους. Έχει γράψει μια τριλογία για το πώς οι γυναίκες της Κύπρου έζησαν τον πόλεμο κι ένα βιβλίο για το Μεγάλο Παλάτι της Λευκωσίας, το Λήδρα Πάλας και την ιστορία των ανθρώπων που έζησαν σε αυτό. Η κουβέρτα του Τζον είναι το πρώτο της παιδικό βιβλίο και ένας τρόπος να μιλήσει στα δικά της παιδιά για τον πόλεμο, την προσφυγιά και την ανάγκη να αγαπάμε και να προσφέρουμε.