

Μιχάλης Μιχαηλίδης
Εικάζω ότι η υπερβολική κατανάλωση της εν λόγω σοκολάτας έχει επηρεάσει συγκεκριμένους νευρώνες του εγκεφάλου μας και δη το ημισφαίριο που σχετίζεται με τη μνήμη, σε βαθμό που δεν θυμόμαστε ότι στην Κύπρο και συγκεκριμένα στη Λευκωσία καταναλώνουμε μια παραλλαγή της viral σοκολάτας εδώ και σχεδόν 40 χρόνια!
Παραμιλά όλος ο πλανήτης και όχι άδικα, αφού ένα κομμάτι Dubai Chocolate δεν είναι απλώς ένα γλυκό, αλλά πολλά περισσότερα. Η φήμη που περιβάλλει το εν λόγω trend, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη ανατολίτικη γεύση και τη βελούδινη υφή, δημιουργούν ένα εκρηκτικό γευστικό αποτέλεσμα και επιβεβαιώνουν το κλισέ που λέει ότι η πολυτέλεια μπορεί να χωρέσει σε μια στιγμή απόλαυσης.
Και παρόλο που το εν λόγω προϊόν και το trend που το ακολουθεί είναι σχετικά πρόσφατο, εντούτοις το pistachio ως γεύση στη ζαχαροπλαστική είναι κάτι πολύ οικείο για εμάς (ειδικά τους Λευκωσιάτες), εδώ και πολλά χρόνια. Θα λέγαμε με δόση μεγάλης υπερβολής -μεγαλύτερης από αυτή που ακολουθεί το σημερινό trend- πως τον καιρό που εμείς τρώγαμε «Dubai style» σοκολάτα, στο Dubai προσπαθούσαν ακόμα να ανακαλύψουν... τη σοκολάτα.
Εικόνα από την παρουσία του La Parfaite σε έκθεση στον χώρο της Κρατικής Έκθεσης
Ο Βάσος Τσαγγαρίδης και η σ΄ύζυγός του Δέσπω
Ένα γλυκό στην Κύπρο, ως ο «προκάτοχος» του Dubai Chocolate
Στην Κύπρο των 70s και των 80s, τα ζαχαροπλαστεία λειτουργούσαν ως χώροι συνάθροισης. Συγκεκριμένα, ως τα café της εποχής. Ο κόσμος έμπαινε στο αυτοκίνητο και κατέβαινε κέντρο πόλης -αφού εκεί βρίσκονταν κυρίως τα ζαχαροπλαστεία-, για να απολαύσει γλυκά, καφέ και να κάνει bonding. Και ενώ τα πλείστα ζαχαροπλαστεία πωλούσαν τότε σοκολατίνες, μιλφέιγ, γαλακτομπούρεκα, καρδινάλιους και σαρλότες, στα μέσα των 80s ένας επιχειρηματίας έβαλε στις βιτρίνες του γλυκά με βάση το χαλεπιανό. Έναν ιδιαίτερο σε γεύση ξηρό καρπό, τον οποίο ανέκαθεν ακολουθούσε μια αίσθηση πολυτέλειας, χάρη κυρίως στη σχετικά ψηλή τιμή του. Ήταν συγκεκριμένα το 1986 όταν έκανε την εμφάνισή του στη λεωφόρο Γρίβα Διγενή στη Λευκωσία το ζαχαροπλαστείο «La Parfaite», βγάζοντας από το εργαστήρι του το δημοφιλές -ως τις μέρες μας- παρφέ, το λουκούμι με το χαλεπιανό, την τούρτα pistachio, αλλά και το γλυκό Μότσαρτ με pistachio, σοκολάτα και γαλλική κρέμα, το οποίο τρόπον τινά αποτέλεσε τον προκάτοχο του σημερινού Dubai Chocolate.
Το διάσημο κεραστικό παρφέ
Λουκούμι με χαλεπιανό ή ανάμεικτο, από τα καλύτερα στο νησί
Η τούρτα pistachio
Από τις μεγαλύτερες σε όγκο εισαγωγές χαλεπιανών στο νησί
Το «La Parfaite» είχε ανοίξει δίπλα ακριβώς στο Ariston. Ο ιδιοκτήτης, Βάσος Τσαγγαρίδης, αρχικά έφτιαξε μαζί με τον αδερφό του, Αντώνη, το Ariston, το 1966, ενώ όταν μετά από 20 χρόνια αποφάσισαν να τραβήξουν δρόμους χωριστούς, ήθελε να βρει κάτι νέο, πρώτον για να διαφοροποιηθεί και δεύτερο για να ακουστεί και να επενδύσει στο marketing. Σκέφτηκε, λοιπόν, πως το χαλεπιανό είναι ο πιο μυρωδάτος ξηρός καρπός, πλην όμως λόγω του ότι είναι ακριβό είδος δεν χρησιμοποιείτο και τόσο πολύ στη ζαχαροπλαστική. Και τότε είδε αμέσως μια ευκαιρία να το εξερευνήσει. Αφού έκανε δοκιμές για περίπου έναν μήνα, μετά ξεκίνησε την παραγωγή. «Δοκιμάζαμε εμείς, η οικογένεια, αλλά και φίλοι που θα μας έλεγαν την ειλικρινή τους άποψη. Όσοι το είχαν δοκιμάσει είπαν ότι είναι πολύ πιο ωραία η γεύση του κεραστικού αλλά και της τούρτας που είχε χαλεπιανό», αναφέρει στο must ο γιος του Βάσου Τσαγγαρίδη, Κυριάκος, με τον οποίο μιλήσαμε για τις ανάγκες του εν λόγω άρθρου. «Ο πατέρας μου εισήγαγε χαλεπιανό σε μαζική ποσότητα, οπότε έπαιρνε καλές τιμές, και ως εκ τούτου κατάφερνε να διατηρεί ανταγωνιστική την τελική τιμή του προϊόντος. Έκανε εισαγωγή από Καλιφόρνια, μέσω εμπόρων, χρησιμοποιώντας μεγάλες ποσότητες, με σακούλες των 50 κιλών», συμπληρώνει, δίνοντάς μας να καταλάβουμε πως είχε επενδύσει αρκετά και συνειδητά σε αυτό το είδος.
Το La Parfaite στα 90s
O Λιβανέζος ζαχαροπλάστης Antoine Mounzer και ο Βάσος Τσαγγαρίδης
Ο Νίκος Κόσιης και ο Βάσος Τσαγγαρίδης, στην Κρατική Έκθεση
Ας δούμε όμως πως ξεκίνησε η ιστορία του δημοφιλούς ζαχαροπλαστείου της πρωτεύουσας, ξετυλίγοντας το κουβάρι της ζωής του ιδιοκτήτη του. Ο Βάσος Τσαγγαρίδης είναι γέννημα του 1938, με καταγωγή από το Καμπί της επαρχίας Λευκωσίας. Στην Πρωτεύουσα κατέβηκε στα 12 του, αφότου τελείωσε το Δημοτικό, το 1950, για να φοιτήσει στη Σχολή Νεοκλέους. Παρακολούθησε εμπορικές σπουδές, πήρε το δίπλωμά του και κάνοντας ένα μικρό πέρασμα από τις οικοδομές, μετά βρήκε δουλειά στην εταιρία Φώτος Φωτιάδης. Μαζί με έναν συνάδελφό του που δούλευαν μαζί στον Φωτιάδη, αρχικά αποφάσισαν να εισάγουν δέρματα για την υποδηματοποιία που τότε είχε ζήτηση στην Κύπρο. Ταυτόχρονα, στη Λευκωσία ήρθε και ο αδερφός του, ο οποίος δούλεψε στο Μοντιάλ, που ήταν ιδιοκτησίας του κουμπάρου του, Λοΐζου Παναγίδη (με καταγωγή επίσης από το Καμπί). «Κάποια στιγμή ο πατέρας μου εισηγήθηκε στον θείο μου να ανοίξουν μαζί ένα ζαχαροπλαστείο. Του είχε πει να δουλεύει ο ίδιος στις πωλήσεις και ο αδερφός του να τα φτιάχνει. Και κάπως έτσι προέκυψε το Ariston, στη Γρίβα Διγενή, έχοντας παράλληλα και το γραφείο του με τα δέρματα.
«Σε έναν σχετικά ήσυχο δρόμο, που περνούσαν μόνο 30 αυτοκίνητα κάθε ώρα (ήταν διπλός και όχι τετραπλός όπως σήμερα), ο κόσμος μπορούσε να καθίσει ήσυχα και να απολαύσει το γλυκό και τον καφέ. Ο κόσμος μπορούσε να περάσει ωραία με λίγα λεφτά», αναφέρει σχετικά ο κύριος Κυριάκος Τσαγγαρίδης, προσθέτοντας μια νοσταλγική νότα στην κουβέντα μας και βάζοντάς μας αναπόφευκτα σε μια διαδικασία σύγκρισης με τη σημερινή επικρατούσα κατάσταση σε έναν από τους πιο busy δρόμους της Λευκωσίας.
Η έμπνευση για το pistachio και το παρφέ
Το 1986, 20 χρόνια μετά το άνοιγμα, τα δύο αδέρφια αποφασίζουν να τραβήξουν χωριστούς δρόμους. «Ο πατέρας μου είχε φέρει και ζαχαροπλάστη τότε από τον Λίβανο, τη Βηρυτό, έναν νεαρό ζαχαροπλάστη ο οποίος του έμαθε αρκετές συνταγές, όπως πχ τα γαλλικά κρουασάν, αλλά και τα σιροπιαστά για τα οποία φημιζόταν η πόλη του». Μάλιστα, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως ο συγκεκριμένος Λιβανέζος ζαχαροπλάστης, ο Antoine Mounzer, έμεινε στην επιχείρη3ση μέχρι το 2015, οπότε και πωλήθηκε η επιχείρηση στον σημερινό ιδιοκτήτη, Pavlos Cakes Industry Ltd (JOHNSOF), ο οποίος τυγχάνει να είναι ανηψιός του Βάσου Τσαγγαρίδη.
«Όσο ο πατέρας μου ήταν στο Ariston είχαν δημιουργήσει μεγάλο κύκλο με πελάτες της υψηλής κοινωνίας, ενώ όταν άνοιξε το Pafaite οι πελάτες του τον ακολούθησαν. Πολύ βοήθησε και το γεγονός ότι ο πατέρας μου ήταν στο εμπόριο, αυτή ήταν πάντα η κύρια ασχολία του, γι’ αυτό και όταν ξεκίνησε το Ariston κατάφερε να το προωθήσει σωστά. Οργάνωνε τους ζαχαροπλάστες, ήξερε τις δοσολογίες, αλλά περισσότερο ήταν το γεγονός πως δούλευε στις πωλήσεις. Εκτός από το κατάστημα, κάναμε delivery σε όλη τη Λευκωσία με το δικό μας αυτοκίνητο, αλλά και στην υπόλοιπη Κύπρο με Akis Express. Μέχρι και την Αγγλία στέλναμε παραγγελίες, είτε λουκούμια για γάμους, είτε παρφέ και άλλα γλυκά με pistachio».
Μια τούρτα για τον τότε υποψήφιο πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο
Φτιάχτηκε στην Κύπρο των 80s το πρώτο Dubai Chocolate;
Σε σχέση με το σημερινό trend με το Dubai Chocolate, ο κύριος Κυριάκος Τσαγγαρίδης σχολιάζει σχετικά: «Όσο υπερβολικό είναι το Dubai ως προορισμός και όσο μεγάλο είναι το show που συναντάς φτάνοντας εκεί, σε κάθε επίπεδο, παρόμοια είναι η υπερβολή που χαρακτηρίζει και το trend με το Dubai Chocolate».
Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο πατέρας σου κατά κάποιο τρόπο εμπνεύστηκε και έφτιαξε το Dubai Chocolate πολύ πριν επινοηθεί ο όρος και πολύ πριν υπάρξει καν ως ιδέα το συγκεκριμένο γλυκό, ρωτώ, περισσότερο με διάθεση για «πείραγμα», περιμένοντας παρ’ όλα αυτά να ακούσω την απάντηση για να βγάλω την είδηση του ενός εκατομμυρίου. «Είχαμε γλύκισμα με pistachio και σοκολάτα, όχι όμως με κανταΐφι. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο, αλλά παρόμοιο. Είχαμε φυσικά και το Μότσαρτ, ένα γλυκό με pistachio, σοκολάτα και γαλλική κρέμα (ανάμειξη πατισερί και φρέσκιας κρέμας, σμίγοντας τα πλεονεκτήματά των δύο χωρίς να έχεις τα μειονεκτήματά τους), που ως λογική κοντεύει τόσο στο γνωστό γλυκό Mozart, και φυσικά στη ‘dubai style’ σοκολάτα».
Τι έχεις ως πιο δυνατή ανάμνηση από την πολυετή πορεία του πατέρα σου στην τέχνη της ζαχαροπλαστικής. «Αυτό που ξεχωρίζω είναι οι αντοχές του και το πείσμα του να πετύχει. Ήταν αξιοθαύμαστο. Οι ώρες που έβαζε στη δουλειά ήταν ατελείωτες. Το La Parfaite ήταν ανοικτό 365 μέρες τον χρόνο, από τις 6.30 το πρωί ως τις 9 τη νύχτα και τις παραπάνω ώρες ο πατέρας μου ήταν εκεί. Το ίδιο και η μητέρα μου, για πολλά χρόνια».
*Σημειώνουμε πως, εκτός από το κεντρικό (πρώτο) κατάστημα στη λεωφόρο Γρίβα Διγενή 63, στη Λευκωσία, μετά που η επιχείρηση εξαγοράστηκε το 2015 από τον σημερινό ιδιοκτήτη, έχουν λειτουργήσει άλλα επτά ζαχαροπλαστεία σε όλη τη Λευκωσία (8 στο σύνολο).
Ευχαριστίες στον κύριο Κυριάκο Τσαγγαρίδη για την παραχώρηση των φωτογραφιών, από το οικογενειακό άλμπουμ, για τις ανάγκες του άρθρου στο must.