ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: strapless φόρεμα, αθλητικά παπούτσια και μια ψάθινη τσάντα

Οι αυλές με τις λεμονιές

Πολλές φορές -και ειδικά κάθε Ιούλιο- κάθομαι στην αυλή μου και προσπαθώ να σκεφτώ πώς είναι άραγε να ξεριζώνεσαι από τον τόπο σου και να μην επιστρέφεις ποτέ ξανά πίσω.

Μιχάλης Μιχαηλίδης

Μιχάλης Μιχαηλίδης

Πώς είναι να εκδιώχνεσαι, να αφήνεις το σπίτι σου, τη γη σου, να ξεριζώνεσαι με τον πιο βίαιο τρόπο και να γίνεσαι πρόσφυγας πολέμου στον τόπο σου; Πώς είναι να μη μπορείς καν να δεις ξανά τα δέντρα της αυλής σου πάνω στα οποία έβλεπες κάθε χρόνο να αλλάζουν οι εποχές, μετρούσες τα χρόνια σου μαζί με τα δικά τους, ανέμενες κάθε χρόνο εναγωνίως τον καρπό τους και τα φρόντιζες σαν παιδιά σου -όπως και καθετί άλλο ζωντανό ή άψυχο στον τόπο σου.

Και πάντα καταλήγω στην ίδια σκέψη και στο ίδιο συμπέρασμα. Με τίποτα δεν θα άντεχα να ήμουν στη θέση των ανθρώπων που το 1974 δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους φεύγοντας ούτε και μια αναμνηστική φωτογραφία. Πολλοί απ’ αυτούς άφησαν τις πόρτες τους ξεκλείδωτες πιστεύοντας πως θα γυρίσουν ξανά σύντομα… Σκέφτομαι πως περισσότερο απ’ όλα θα μαράζωνα για τη δίφορη λεμονιά και τη συκιά μου. Για τα δύο μεγάλα δέντρα στην αυλή μας, που έστω κι αν δεν τα φύτεψα εγώ, τα νιώθω δικά μου περισσότερο από καθετί άλλο στο σπίτι μας. Ίσως γιατί είναι ζωντανά, μας δείχνουν τις αλλαγές των εποχών, μας δίνουν τους νόστιμους καρπούς τους και μας υποδεικνύουν καθημερινά ότι και αυτά μας έχουν ανάγκη για να συνεχίσουν τον κύκλο της ζωής τους.

Πόσο βάναυσο αλήθεια θα είναι να νοιώθεις ότι η αυλή με τα λεμονόδεντρά σου δεν είχε ποτέ ξανά την ίδια φροντίδα αφότου έφυγες;

Αυτό που έγινε το 1974 δεν ήταν άλλη μια έλευση ενός κατακτητή στην Κύπρο. Όπως χαρακτηριστικά είχε σημειώσει ο σπουδαίος ποιητής μας Μιχάλης Πασιαρδής, στο πλαίσιο μιας συνέντευξης που κάναμε το 2019, «ο τόπος τούτος, με την ιστορία των τόσων χιλιάδων χρόνων, πρώτη φορά έπαθε αυτό το πράγμα. Υπήρχαν κι άλλοτε κατοχές, αλλά δεν ήταν κατοχές που εξερίζωσαν. Εδώ μιλάμε για μια αλλοίωση και αλλοτρίωση και του πάτριου εδάφους και των ανθρώπινων χαρακτήρων».

Αυτό το ξερίζωμα το κουβαλάμε ακόμα. Περισσότερο οι πρόσφυγες, αλλά και όλοι εμείς που ζούμε μαζί τους και αντιλαμβανόμαστε πόσο μεγάλο είναι αυτό το τραύμα το συλλογικό. Μεγάλο και ανοικτό μέχρι σήμερα.

«Κάθε γειτονιά στην Αμμόχωστο είχε πολλά παιδιά, αν υπολογίσεις ότι κάθε σπίτι είχε μέσο όρο 3-4 παιδιά. Τσούρμο φεύγαμε το πρωί για το σχολείο. Το απόγευμα μαζευόμασταν στον δρόμο για παιχνίδι μέχρι να νυχτώσει. Τα παιχνίδια μας κάποιες φορές ποδόσφαιρο και γιαλλέτες για τα αγόρια, κούκλες για τα μικρά και κέντημα για τα μεγαλύτερα κορίτσια. Παίζαμε όμως και ομαδικά με τα αγόρια. Η τηλεόραση, μαυρόασπρη, μπήκε στη ζωή μας δειλά  δειλά σε κάποια σπίτια, αν θυμάμαι καλά γύρω στο ‘64 με ‘65. Όταν μια φορά  την εβδομάδα είχε ελληνική ταινία δεν χρειαζόμασταν κάλεσμα. Ήμασταν πάντα ευπρόσδεκτοι στη γειτόνισσα που διέθετε τηλεόραση. Αν ήταν καλοκαίρι, στη βεράντα καθισμένοι κάτω. Αν ήταν χειμώνας, μέσα με κέρασμα  ζεστή σουμάδα. Κάτι άλλο που θυμάμαι έντονα από εκείνα τα χρόνια ήταν το βράδυ της Ανάστασης. Χτυπούσαμε τα κουδούνια ο ένας στον άλλο για να ξυπνήσουμε, μη χάσει κανείς τον Καλό Λόγο. Και γυρίζαμε όλοι  μαζί φέρνοντας στα σπίτια μας το άγιο φως. Εικόνες που όσο έχω μνήμη θα σεργιανίζουν στο μυαλό μου. Και ξαφνικά, μέσα σε μια μέρα μεγαλώσαμε. Φύγαμε αφήνοντας εκεί την αθωότητα μαζί με τη νιότη μας...».

Η κυρία Γεωργία (Γιούλα) Γεωργίου περιγράφει στο πλαίσιο ενός άρθρου στο wknd by must την καθημερινότητα μιας πόλης, η οποία μέσα σε ένα καλοκαίρι έγινε πόλη-φάντασμα. Ενός τόπου που μαράζωσε μετά τον βιασμό που υπέστη.

Άραγε πόσες λεμονιές και πόσες συκιές έχουν μαραθεί έκτοτε; Πόσων ανθρώπων ο προσωπικός παράδεισος ή το happy place έχει μετατραπεί στο πιο σκοτεινό σκηνικό, του πιο συγκλονιστικού δράματος, με το πιο ζοφερό φινάλε;

Ας μην τον ζήσει ποτέ ξανά κάποιος τον ξεριζωμό. Κι ας βρεθεί επιτέλους η λύση.


Διάβασε επίσης: Έτσι κυλούσε η ζωή στην Κύπρο πριν την εισβολή - 7 πρόσφυγες θυμούνται

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Μιχάλης Μιχαηλίδης: Τελευταία Ενημέρωση