ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: κολάν, sweatshirt και oversized blazer
 

Σχολιάζοντας το viral βίντεο για τη διάλεκτο

«Στο βίντεο αυτό ο Μπαμπινιώτης διατυπώνει τη μία επιστημονική ανακρίβεια μετά την άλλη», σχολιάζει εξ αφορμής ένας Ελλαδίτης γλωσσολόγος.

Μιχάλης Μιχαηλίδης

Μιχάλης Μιχαηλίδης

Τις τελευταίες ώρες γίνεται viral στο διαδίκτυο -στο κυπριακό διαδίκτυο για να ακριβολογούμε- ένα βίντεο με τον καθηγητή Γεώργιο Μπαμπινιώτη να απαντά σε έναν Κύπριο μαθητή, ο οποίος του έθεσε το εξής ερώτημα: Γιατί στην κυπριακή διάλεκτο λέμε «δίνει του» και «λέει του», ενώ στην κοινή ελληνική λέμε «του δίνει» και του «του λέει».

Βλέποντας το βίντεο ένιωσα την ανάγκη να το μοιραστώ. Όχι γιατί «ένιωσα πιο περήφανος», όπως χαρακτηριστικά ακούγεται να λέει ο καθηγητής στην αρχή της απάντησής του στον μαθητή, συνδέοντας στο τέλος της απάντησής του την περηφάνια με τη σχέση της κυπριακής διαλέκτου και της ελληνικής γλώσσας, αλλά γιατί μάλλον αγαπώ τη μητρική γλωσσική μας ποικιλία, σε βαθμό που βρίσκομαι σε μια συνεχή προσπάθεια απενοχοποίησής της -ειδικά στο σπίτι, με τις κόρες μου. Οπότε, ακούγοντας έναν επιστήμονα να επεξηγεί μια έκφραση που την χρησιμοποιούμε καθημερινά και να τη συνδέει με την αρχαία ελληνική, σκέφτηκα πως είχα μπροστά μου μια καλή ευκαιρία να ενισχύσω τον «αγώνα» μου απέναντι σε όσους χαρακτηρίζουν τη χρήση της διαλέκτου (κυρίως όταν τη χρησιμοποιούν τα παιδιά) ως «μη σωστά ελληνικά» ή ως «χωρκάτικα».

Με αφορμή αυτό, θυμήθηκα μάλιστα πως στο πλαίσιο ενός podcast που είχαμε οργανώσει πριν από μια δεκαετία, με φιλοξενούμενους έναν γλωσσολόγο και έναν φιλόλογο, συζητήσαμε αυτό ακριβώς το πράγμα. Συζητήσαμε για τη μη διδασκαλία της κυπριακής διαλέκτου στα σχολεία, αλλά κυρίως για τα ενοχικά σύνδρομα που νιώθουμε ως λαός μιλώντας κυπριακά.

Μας είχε πει μεταξύ άλλων ο γλωσσολόγος Σπύρος Αρμοστής: «Νιώθουν ένα κόμπλεξ απέναντι στη μητρική τους γλωσσική ποικιλία, έναντι της υψηλής -όπως λέγεται- κοινωνιογλωσσικά ποικιλίας. Αποδίδουν κάποιους χαρακτηρισμούς, που δεν στέκουν, στην επίσημη μορφή ομιλίας, όπως ‘σωστά ελληνικά’ -ενώ τα κυπριακά είναι λανθασμένα;-, ‘ευγενικά’ -άρα τα κυπριακά δεν είναι ευγενικά; Τέτοιους χαρακτηρισμούς, που υποβάλλουμε οι Κύπριοι στους εαυτούς μας την εντύπωση ότι, αν μιλήσω αυτό που πραγματικά μιλώ θα είμαι λανθασμένος και αγενής. Άρα, αυτόματα δημιουργώ ένα κόμπλεξ στον εαυτό μου. Επίσης τα ονομάζουν και ‘χωρκάτικα’».

Στην κυπριακή ελληνική, οι άνθρωποι δε λένε «δίνει του», ούτε «λέει του». Λένε «διά του» και «λαλεί του».

Έκτοτε, μετά και από αυτή τη συζήτηση, έχω να πω πως αγάπησα λίγο περισσότερο την κυπριακή διάλεκτο και κατ’ επέκταση την κυπριακή ποίηση. Ανακάλυψα τον Λιπέρτη, τον Πασιαρδή, τον Παντελή Μηχανικό, τον Παύλο Λιασίδη, αλλά και λαϊκούς ποιητάρηδες όπως ο Δημήτρης Ττάκας από το Λιοπέτρι και ο Ανδρέας Μαππούρας από την Αραδίππου (όσοι δεν είδατε το επικό «πάλιωμα» του 1982 στο ζαχαροπλαστείο Fontana στο Λιοπέτρι, υπάρχει σχετικό βίντεο στο Youtube).

Και λίγες ώρες μετά που μοιράστηκα το βίντεο του Μπαμπινιώτη, διαβάζω σε μια ανάρτηση του γλωσσολόγου Σπύρου Αρμοστή το σχόλιο ενός άλλου γλωσσολόγου, του εξ Ελλάδος Πέτρου Καρατσαρέα, ο οποίος κάνει λόγο για επιστημονικές ανακρίβειες από τον καθηγητή Μπαμπινιώτη, ακυρώνοντας ουσιαστικά τα όσα σχολιάζει στο viral βίντεο.

Σχολιάζει ο Καρατσαρέας: «Οι αντωνυμίες δεν τοποθετούνται πάντα μετά το ρήμα ούτε στα αρχαία ελληνικά ούτε στη σύγχρονη κυπριακή ελληνική ποικιλία. Ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη σύγχρονη κυπριακή μεσολαβούν αιώνες μεσαιωνικής ελληνικής, η γνώση των οποίων ερμηνεύει το πού θα μπει η αντωνυμία στα κυπριακά. Η γνώση αυτή όμως σκόπιμα σβήνεται. Γιατί αλλιώς πώς θα κάνουμε το μικρό Γιώργο από την Κύπρο να νιώσει περήφανος που είναι έστω και λίγο Αρχαίος Έλληνας;

Υ.Γ. Στην κυπριακή ελληνική, οι άνθρωποι δε λένε ‘δίνει του’, ούτε ‘λέει του’. Λένε ‘διά του’ και ‘λαλεί του’».

Πιο κάτω παραθέτω αυτούσια το μικρό σχόλιο του Σπύρου Αρμοστή και το μεγάλο σχόλιο του Πέτρου Καρατσαρέα:

Φανταστείτε έναν αστρονόμο που αποκτά μεγάλη προβολή στα ΜΜΕ και κάνει γνωστή την επιστήμη του στη χώρα του, οπότε ταυτίζεται μαζί της. Αλλά επειδή η ακριβής μάζα και τροχιά του τάδε κομήτη μπορεί να μην «πουλά», αποφασίζει να λέει προβλέψεις για τα ζώδια στις δημόσιες εμφανίσεις του, διότι αυτά θέλει να ακούει το κοινό. Το αποτέλεσμα; Ο κόσμος νομίζει ότι αστρονομία είναι το ίδιο με την αστρολογία. Και η υπόλοιπη κοινότητα αστρονόμων αποφεύγει να πει πόσο έχει προδώσει την επιστήμη του ο διασημότερος (στους μη ειδικούς) από τους αστρονόμους της χώρας. Μέχρι που φτάνει η στιγμή κάποιος να το πει.

Ναι, κάτι περίπου ανάλογο συμβαίνει και με την επιστήμη της γλώσσας σε Ελλάδα και Κύπρο, κάτι το οποίο η σχετική επιστημονική κοινότητα απέφευγε να σχολιάσει δημόσια -αν και ήταν κοινός τόπος εντός της κοινότητας.

Διαβάστε το κείμενο του συναδέλφου Πέτρου Καρατσαρέα που τιμά την επιστήμη του και το οποίο κείμενο έχει μοιραστεί μεγάλος αριθμός συναδέλφων γλωσσολόγων:

Στην Ελλάδα, όταν κάποιος·α πει ότι είναι γλωσσολόγος, οι περισσότεροι άνθρωποι θα σκεφτούν τον Γιώργο Μπαμπινιώτη, ειδικά αν δεν έχουν σχέση με τις ανθρωπιστικές επιστήμες ή γενικότερα τον ακαδημαϊκό χώρο. «Α, σαν το Μπαμπινιώτη;», ίσως ρωτήσουν. Η εύκολη λύση και διαφυγή είναι να απαντήσει κανείς «ναι» και να αλλάξει θέμα συζήτησης. «Εσείς με τι ασχολείστε;», έχω ρωτήσει στο παρελθόν όταν με παρομοίασαν με τον πανεπιστημιακό μου δάσκαλο. Η ειλικρινής απάντηση όμως είναι «όχι· δεν έχω και δε θέλω ποτέ να έχω καμία σχέση με ό,τι λέει και ό,τι κάνει».

Για το ευρύ κοινό, το όνομα Μπαμπινιώτης συνδέθηκε με την επιστήμη της γλωσσολογίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν λίγο καιρό μετά την έκδοση του Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, ο Μπαμπινιώτης βρέθηκε να απολογείται ως επιμελητής του λεξικού στα ελληνικά δικαστήρια επειδή αποτύπωσε στο έργο του – ως όφειλε – μια πολύ γνωστή και συνηθισμένη χρήση της λέξης Βούλγαρος:

«(καταχρ. - υβριστ.) ο οπαδός ή παίκτης ομάδας της Θεσσαλονίκης (κυρ. του ΠΑΟΚ)».

Πραγματική ειρωνεία της ζωής να βρίσκεται στο στόχαστρο φανατικών εθνικιστών ένας άνθρωπος με βαθιά ριζωμένες ελληνοκεντρικές ιδέες.

Μέσα από τη δημοσιότητα που έλαβε η έκδοση του λεξικού αλλά και μια συνεχή (αυτο)προβολή του μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές γύρω από τη θεωρούμενη ως ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας – στις οποίες απέναντι και δίπλα του δεν είχε ποτέ συναδέλφους γλωσσολόγους αλλά δημοσιογράφους και ηθοποιούς – , ο Μπαμπινιώτης εν πλήρει συνειδήσει του τροφοδότησε την κατασκευή μιας συγκεκριμένης εικόνας σχετικά με το τι είναι και τι κάνει ένας·μία γλωσσολόγος: γράφει λεξικά, ξέρει από πού βγαίνει κάθε λέξη και διορθώνει τα λάθη στη γλώσσα των άλλων ανθρώπων.

Το πρώτο σκέλος δεν είναι στην ουσία του αναληθές. Κάποιοι·ες γλωσσολόγοι όντως έχουν τη συγγραφή λεξικών ως την κύρια επιστημονική και επαγγελματική τους ασχολία. Το δεύτερο είναι κι αυτό εν μέρει σωστό. Οι γλωσσολόγοι που ασχολούνται με τη λεξικογραφία και την ιστορική γλωσσολογία όντως γνωρίζουν τις ετυμολογίες των λέξεων. Όχι βέβαια όλων, αλλά πολλών και προσπαθούν να βρουν και να καταγράψουν την ιστορική προέλευση όλο και περισσότερων. Το τρίτο αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές της γλωσσολογίας, η οποία είναι περιγραφική και όχι ρυθμιστική επιστήμη. Η γλωσσολογία δε διδάσκει πώς πρέπει να μιλάμε και τι να λέμε. Περιγράφει το πώς μιλάμε και τι λέμε πραγματικά. Χρήσεις, τύπους, προφορές που για κάποιους·ες είναι ‘λάθη’ η γλωσσολογία τα προσεγγίζει μη αξιολογικά αλλά με στόχο να τα ερμηνεύσει και να τα καταγράψει αντικειμενικά. Αυτά μου τα έμαθε ο Γιώργος Μπαμπινιώτης στο πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο.

Τις ιδέες όμως αυτές δεν είναι εύκολο να τις ακούσει και να τις δεχτεί ένα ευρύ κοινό που νιώθει τόσο περήφανο για τον εαυτό του όταν του λένε ότι μιλάει τη γλώσσα του Όμηρου, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη – χωρίς βέβαια να αναλογιστεί ποτέ ότι δεν κόπιασε ούτε στιγμή γι’ αυτό παρά μόνο έτυχε να είναι αυτή η γλώσσα που μιλάει. Δεν πουλάνε αντίτυπα λεξικών ούτε κάνουν νούμερα τηλεθέασης. Και σ’ αυτή τη σκέψη μπορεί ενδεχομένως να βρει κανείς τους λόγους για τους οποίους ο παλιός μου δάσκαλος – αυτός που κρεμόντουσαν από τα παράθυρα στη Φιλοσοφική για να τον ακούσουν – πρόδωσε την ίδια του την επιστήμη.

Μια άλλη πτυχή αυτής της προδοσίας είναι η συστηματική προβολή μύθων για την ελληνική γλώσσα με σκοπό την ανάδειξη της ανωτερότητάς της σε σχέση με τις υπόλοιπες, σχεδόν 8.000 γλώσσες του κόσμου (ή, καλύτερα, κάποιων μορφών και ποικιλιών της ελληνικής, σε καμία περίπτωση όλων). Ένας από αυτούς τους μύθους ανάγει την αρχαία ελληνική γλώσσα σε ύψιστη γλωσσική μορφή που συνδέεται με ένα μακρινό, ένδοξο παρελθόν του οποίου όλοι·ες θέλουν λογικά να είναι κληρονόμοι και κοινωνοί. Κάθε μορφή της ελληνικής που διαφοροποιείται από την αρχαία είναι εκ των πραγμάτων κατώτερης ποιότητας ενώ κάθε μορφή που πλησιάζει στην αρχαία είναι ανώτερη.

Στο βίντεο αυτό ο Μπαμπινιώτης διατυπώνει τη μία επιστημονική ανακρίβεια μετά την άλλη. Οι αντωνυμίες δεν τοποθετούνται πάντα μετά το ρήμα ούτε στα αρχαία ελληνικά ούτε στη σύγχρονη κυπριακή ελληνική ποικιλία. Ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη σύγχρονη κυπριακή μεσολαβούν αιώνες μεσαιωνικής ελληνικής, η γνώση των οποίων ερμηνεύει το πού θα μπει η αντωνυμία στα κυπριακά. Η γνώση αυτή όμως σκόπιμα σβήνεται. Γιατί αλλιώς πώς θα κάνουμε το μικρό Γιώργο από την Κύπρο να νιώσει περήφανος που είναι έστω και λίγο Αρχαίος Έλληνας;

― «Σαν το Μπαμπινιώτη;»

― «Όχι.»

Υ.Γ. Στην κυπριακή ελληνική, οι άνθρωποι δε λένε «δίνει του», ούτε «λέει του». Λένε «διά του» και «λαλεί του».

Αυτό που σκέφτομαι πάντως ακούγοντας τον Μπαμπινιώτη και διαβάζοντας τον Καρατσαρέα είναι πως, αφού υπάρχουν απορίες από τα παιδιά και αφού υπάρχει επίσης η προθυμία να απαντηθούν (σωστά) αυτά τα ερωτήματα από τα πλέον επίσημα χείλη, μήπως να υιοθετούσαμε τη διδιαλεκτική προσέγγιση στην εκπαίδευση, μαθαίνοντας εννοείται την επίσημη γλώσσα στο σχολείο, αλλά ταυτόχρονα κτίζοντας στην υπάρχουσα γνώση που δεν είναι άλλη από τη γλώσσα (διάλεκτο) που όλοι μιλάμε πριν πάμε καν στο σχολείο;

Πάντως, σε εκείνη την προ δέκα ετών συζήτηση με τον φιλόλογο Κυριάκο Ιωάννου και τον γλωσσολόγο Σπύρο Αρμοστή, μεταξύ των όσων σχολιάστηκαν, ήταν και το ενδεχόμενο εισαγωγής της κυπριακής διαλέκτου στα σχολεία, υπό μορφή διδασκαλίας.

Αναφορικά με αυτό το ενδεχόμενο, είχε σχολιάσει ο Σπύρος Αρμοστής επαναφέροντάς μας στην πραγματικότητα: «Στην κυπριακή εκπαίδευση όχι μόνο αγνοούμε παντελώς ότι υπάρχει ο ανεπίσημος (γλωσσικός) κώδικας, εθελοτυφλώντας και στρουθοκαμηλίζοντας, αλλά απαγορεύουμε κιόλας τα κυπριακά στην τάξη, θεωρώντας πως αυτό θα διασφαλίσει ότι θα μάθουν τα παιδιά την κοινή νέα ελληνική».

Μιχάλης Μιχαηλίδης: Τελευταία Ενημέρωση