ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
ΦΟΡΑΜΕ: midi φόρεμα με βολάν και sneakers
 

Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη

Ο πόλεμος μπορεί να μη φθάνει μέχρι την πόρτα σου, σου χαλάει όμως τη ζωή.

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη

Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη

Συγγραφέας: Ιφιγένεια Θεοδώρου

Εκδότης: Ίκαρος

Σελ. 119

[...] Η φιλία των λαών εδραιώνεται με τη μουσική, όταν τα ποντίκια των πολιτικών εδράνων δε ροκανίζουν τις καρέκλες των μουσικών. Οι άνθρωποι τραγουδούν και χορεύουν σε οποιαδήποτε γλώσσα και με τους ήχους οποιουδήποτε οργάνου, είτε λύρα είναι αυτό είτε βιολί. Αρκεί να αγαπιούνται και να ‘χουν τις καρδιές και τη σκέψη λεύτερες. [...] Ο πόλεμος καθορίζει την τύχη του κόσμου, φλέγεται ο κόσμος, σκορπιέται για να μαζευτούν τα συντρίμμια του κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή[...] Πως θα’μουν εγώ χωρίς την αγωνία του ΄64; Πως θα ‘ταν η ζωή μου χωρίς την τουρκική εισβολή; Που θα ‘ταν οι γονείς μου χωρίς την τραγωδία του ‘22 [...] (αποσπάσματα σελ. 91/95) 

Φέτος, εκατόν χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή και το εκδοτικό έργο για τη μαύρη επέτειο αυτής της τραγωδίας είναι εξαιρετικά πλούσιο. Ένα από το βιβλία που αναφέρεται στη Σμύρνη είναι και η συλλογή των εφτά διηγημάτων, «Χρυσός, Λιβάνι & Σμύρνη», της Ιφιγένειας Θεοδώρου, που είναι στολισμένη με εφτά σχέδια της Ελένης Θάνου. Το βιβλίο έχει την αίγλη των εκδόσεων Ίκαρος, είναι στο πολυτονικό και τυπωμένο σε κιτρινωπό πολυτελές χαρτί που χαρίζει ξεχωριστή κι ευχάριστη αίσθηση στον αναγνώστη του. Τα εφτά διηγήματα αυτά, αποτελούν μια ύστατη μαρτυρία για τη Σμύρνη, για τη σύγχρονη Σμύρνη κι όχι την τότε, για τα κτίσματά της που ακόμα ανασαίνουν ή έστω βαρυανασαίνουν, για τους δικούς της ανθρώπους αλλά και για τους άλλους, αυτούς που είναι απέναντι, που πάνε κι έρχονται, για τον πόνο του ξεριζωμού που δε σβήνει παρά μόνο πλανιέται ακόμα στην προκυμαία, στα σοκάκια, πίσω από τις κλειδωμένες παλιές πόρτες, στον ήχο του κουδουνίσματος των κλειδιών, στα νανουρίσματα της νόνας, στο φως από τα λαμπιόνια, στη θάλασσα, σαν ανεξίτηλη γκρίζα σκιά όσων πήρε κι όσων έφερε η θάλασσα.

Ο τίτλος της συλλογής, αλληγορικός. Είναι επιπλέον μια παράφραση του «Σμύρνα, Λιβάνι και Χρυσός», των δώρων που πρόσφεραν οι μάγοι στο Θείο βρέφος που πάλι κι εκεί τα δώρα αυτά ήταν συμβολικά. Συμβόλιζαν την προσκύνηση και υποταγή τους στο νέο βασιλιά. Θυσίαζαν αυτό που πριν λάτρευαν. Το χρυσάφι ήταν αγαθό των Βασιλιάδων και Του δόθηκε ως τιμή στο νέο βασιλιά που ήρθε να λυτρώσει τον κόσμο από την αμαρτία. Το λιβάνι, ένα άρωμα που χρησιμοποιούσαν οι Ιουδαίοι και συμβόλιζε πως ο Ιησούς θα γινόταν αγαπητός, Του προσφέρθηκε ως δείγμα αγάπης σ’ Αυτόν που τον αναγνώριζαν ως Θεό. Η σμύρνα, ήταν άρωμα που άλειφαν μ’ αυτό τους νεκρούς για να μυρίζουν ωραία και του προσφέρθηκε ως δώρο σ' Αυτόν που θα θυσιαζόταν για χάριν της ανθρωπότητας. Εύκολα πάει λοιπόν ο νους μας πως αφενός, η Σμύρνη παρομοιάζεται με τη σμύρνα που συμβολίζει τα πάθη και αναλογιζόμαστε τις τραγικές στιγμές της φωτιάς, του κατατρεγμού, τον πνιγμό των ανθρώπινων ψυχών μέσα στον καπνό, μέσα στη θάλασσα, μέσα στο μίσος και την αδικία, τα βάσανα που ακολούθησαν, την ιστορία που γράφτηκε στο ματωμένο χώμα και τα παραλληλίζουμε με τα πάθη του Κυρίου. Αφετέρου μπορεί να σκεφτεί κάποιος πως η Σμύρνη συμβολίζει και δώρο πολύτιμο, βασιλικό, ακριβό άρωμα, αριστοκρατικό που κρύβει τη θλίψη, τον θάνατο και την ασχήμια. 

Η συγγραφέας, σύζυγος του Έλληνα πρόξενου, βρέθηκε στη Σμύρνη στο ξεψύχισμα του 20ου αιώνα. Μένει στο παλιό αρχοντικό του Καπετανάκη στο Και, στην παραλιακή λεωφόρο. Από εκεί έχει θέα τη θάλασσα και μπορεί να αγναντεύει τα καραβάκια που τραβούν γραμμή κατά το Κορδελιό. Οι μυρωδιές και τα χρώματα της Σμύρνης την παρασέρνουν στους δρόμους και στα σοκάκια ενός ξεφτισμένου πλέον πολιτισμού που ακόμα ξεκαπνίζει από την πυρκαγιά. Πεισματικά όμως αυτή ψάχνει να δει το μεγαλείο που χάθηκε. 

Η γραφή της είναι πρωτότυπη, ιδιαίτερη, μοναδική. Συχνά λυρική και ενίοτε αφαιρετική τόσο, όσο ο αναγνώστης να αφήνεται να ταξιδέψει για να ανακαλύψει αυτά που ποτέ δεν ειπώθηκαν αλλά ήταν ξεκάθαρα εκεί και πλανιούνταν στον αέρα. 

Με αυτά τα εφτά διηγήματα θέλει να μας μεταφέρει τις εμπειρίες της από όσα έζησε εκεί, όσα άκουσε, όσα ο νους της φαντάστηκε ή ίσως κι όσα ονειρεύτηκε ή ακόμα ευχήθηκε. Όλα όσα μας δίνει είναι βγαλμένα μέσα από ιστορίες που αναδύονται μέσα από την αγάπη, τον έρωτα, τη λατρεία για την τέχνη, τα γράμματα, τη θάλασσα, τα σπίτια και τις ψυχές που έζησαν μέσα σ’ αυτά. Μας δίνει μιαν άλλη εικόνα της Σμύρνης, μια δικιά της εικόνα της σύγχρονης Σμύρνης, όπως την τράβηξε ο φακός της δικιάς της ψυχής. Μιας Σμύρνης που τα πάθη της έχουν καταχαρακωμένες τις ψυχές των λιγοστών πλέον χριστιανών που απέμειναν εκεί, αυτών των ανθρώπων που έμειναν ως μαγιά ελλήνων εκεί, που κράτησαν πίστη, γλώσσα, πολιτισμό. Κράτησαν εκεί τόσο, όσο έσωνε η πλάτη τους και ακόμα παραπάνω...

Τα λόγια από το οπισθόφυλλο: Έφτασα στη Σμύρνη τον Σεπτέμβριο του ’91... Τέτοιες μέρες που οι Τούρκοι γιορτάζουν την καταστροφή της πόλης με θεόρατες σημαίες κρεμασμένες στα κρατικά κτίρια, κατακόκκιν σεντόνια λες και βάφουν με αίμα τις προσόψεις τους. Άπειρη στις επαγγελματικές μετακινήσεις του διπλωμάτη συντρόφου μου, με ένα δίχρονο μωρό στις αποσκευές μου, έστησα τη ζωή μου στα χοντρά ντουβάρια του παλιού δίπατου της παραλίας, στο αρχοντικό του Καπετανάκη. Να αγναντεύω την αντικρινή ακτή, να μετρώ τα καραβάκια που τραβούσαν απέναντι για το Κορδελιό, να ξαναδιαβάζω για το εθνικό τραύμα. Ύστερα ανυπόμονη ξεχύθηκα στους δρόμους της Σμύρνης ψάχνοντας σημάδια του αλλοτινού της μεγαλείου και νιώθοντας στην ατμόσφαιρα την αποφορά της πυρκαγιάς. Στις πόρτες των διατηρητέων ελληνικών σπιτιών με καλωσόριζαν νέες κυράδες, στα μαγαζιά με φίλευαν χαμόγελα και γαλιφιές κι εγώ κρυφάκουγα στα καφενεία τις λεβαντίνες που αντάλλαζαν σχόλια στα ελληνικά.

Με ρωτούσαν οι φίλοι, πώς είναι η Σμύρνη απέναντι; Τότε, εβδομήντα χρόνια μετά την καταστροφή, όλοι ήξεραν για τον χαμένο παράδεισο και τη μικρασιατική τραγωδία, κανείς όμως για τη Σμύρνη στο ξεψύχισμα του εικοστού αιώνα, για τους λιγοστούς χριστιανούς που σεργιανούσαν ακόμα στο «Και», για τα ρωμαίικα σπίτια, αγέρωχα να θυμίζουν την ιστορική όψη μιας προκυμαίας, συνώνυμης με τον ανθρώπινο πόνο και τον ξεριζωμό.

Πρόκειται για μία συλλογή επτά διηγημάτων, επτά "στιγμών" της καθημερινής ζωής στη σύγχρονη Σμύρνη. Η επαφή της συγγραφέως με τη σημερινή πόλη, η αγάπη της για τους εναπομείναντες Ρωμιούς και για τα λιγοστά νεοκλασσικά σπίτια, αποτυπώνονται στο βιβλίο αυτό με λυρισμό, ζεστασιά και ευαισθησία. Χωρίς καμία ιστορική καταγραφή καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη σ ένα παιχνίδι ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.

Για τη συγγραφέα: Η Ιφιγένεια Θεοδώρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Παρακολούθησε σπουδές βιβλιοδεσίας τέχνης στη Σχολή Καλών Τεχνών La Cambre στις Βρυξέλλες και σεμινάρια συντήρησης χαρτιού στη Σχολή Συντήρησης και Βιβλιοδεσίας στην Ασκόνα της Ελβετίας. Συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις Βιβλιοδεσίας τέχνης. Δίδαξε ελληνικά, ως εθελόντρια, στην Εθνική Σχολή της Βιέννης και στο Διεθνές Σχολείο Berlitz στη Βόννη και στην Κολωνία.

Σύντροφος για πολλά χρόνια Έλληνα διπλωμάτη έζησε σε χώρες της Ευρώπης και της Ασίας μεταφέροντας στα βιβλία της τις εμπειρίες και τους προβληματισμούς της. Το βιβλίο της Η γεύση της ερήμου εκδ. Πατάκης, μεταφράστηκε στα αραβικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Sefsafa,Cairo, Egypte. Ζει στην Αθήνα κι έχει μια κόρη.

Το 1997 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη εκδ. Ίκαρος. Ακολούθησαν τα βιβλία Μελέκ θα πει άγγελος εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2001, επανέκδοση Πατάκη 2015, που ήταν υποψήφιο για το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω, Γλώσσα από μάρμαρο εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2005, επανέκδοση εκδ. Διάπλαση 2018, Η γεύση της ερήμου εκδ. Πατάκη 2012. Το μυθιστόρημα Το Λίγο που τελειώνει κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη (Δεκέμβριος 2021).

Αναζητήστε το βιβλίο στο βιβλιοπωλείο Parga εδώ.

lasithiotakisa@sppmedia.com

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη: Τελευταία Ενημέρωση