Ριάνα Στυλιανού
Εδώ και δεκαετίες, η φράση «Made in Italy» έχει γίνει συνώνυμη με την πολυτέλεια, την αυθεντικότητα και τη δεξιοτεχνία. Για πολλούς καταναλωτές, το να βλέπουν αυτή την ένδειξη σε μια τσάντα, ένα ζευγάρι παπούτσια ή ένα παλτό σημαίνει ότι κρατούν στα χέρια τους ένα κομμάτι πολιτισμού, σχεδιασμένο και κατασκευασμένο με τα υψηλότερα πρότυπα. Όμως, η πραγματικότητα πίσω από αυτή τη σφραγίδα δεν είναι πάντα τόσο ξεκάθαρη όσο η λαμπερή εικόνα που προβάλλεται στις βιτρίνες των πιο διάσημων οίκων μόδας.
Η ιταλική κληρονομιά της πολυτέλειας
Η Ιταλία έχει όντως μια μακρά και βαθιά ριζωμένη παράδοση στη μόδα και τη δερματουργία. Από τα εργαστήρια της Τοσκάνης έως τα ατελιέ του Μιλάνου, γενιές τεχνιτών έχουν δημιουργήσει προϊόντα με απαράμιλλη ποιότητα, καλλιεργώντας τον μύθο της ιταλικής φινέτσας. Οίκοι όπως Gucci, Prada, Bottega Veneta και Loro Piana έχουν χτίσει την ταυτότητά τους πάνω σε αυτή την πολιτιστική κληρονομιά, πείθοντας το διεθνές κοινό ότι το “Made in Italy” είναι κάτι παραπάνω από μια απλή ετικέτα… είναι υπόσχεση αριστείας.
Photo from Pinterest
Όταν η παγκοσμιοποίηση μπαίνει στο παιχνίδι
Ωστόσο, η μόδα – ακόμη και η luxury – δεν μένει ανεπηρέαστη από την παγκοσμιοποίηση. Η ετικέτα «Made in Italy» συχνά βασίζεται σε νομικούς ορισμούς που επιτρέπουν ευελιξία. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και το TDS News, αρκεί το “τελευταίο ουσιαστικό στάδιο παραγωγής” να έχει γίνει στην Ιταλία για να κερδίσει ένα προϊόν αυτό το label. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι μια τσάντα μπορεί να έχει κοπεί ή ραφτεί στην Κίνα, το Μαρόκο, το Μπανγκλαντές ή τη Ρουμανία, και στη συνέχεια να μεταφερθεί στην Ιταλία για να προστεθούν το φερμουάρ ή η επένδυση, μια διαδικασία που αρκεί για να χαρακτηριστεί «ιταλικής παραγωγής».
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι θεωρητικό. Αποκαλύφθηκε από δημοσίευμα της εφημερίδας The Guardian τον Ιούνιο του 2017 ότι παπούτσια Louis Vuitton, με εμφανές σήμα “Made in Italy”, είχαν κατασκευαστεί στη Ρουμανία, ενώ οι σόλες προσαρμόστηκαν στην Ιταλία. Παρόμοιες περιπτώσεις έχουν καταγραφεί και σε άλλους οίκους, με το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς να γίνεται εκτός της χώρας, αφήνοντας στην Ιταλία μόνο το τελικό στάδιο.
Η αθέατη πλευρά της παραγωγής
Πέρα όμως από τις γεωγραφικές μετακινήσεις της παραγωγής, το “Made in Italy” έχει συνδεθεί και με σκοτεινές πτυχές που δύσκολα συμβιβάζονται με την εικόνα της πολυτέλειας. Δικαστικές έρευνες και δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, όπως εκείνες του Los Angeles Times (2007) και της ιταλικής εκπομπής Report, έχουν δείξει πως σε περιοχές όπως η Πράτο λειτουργούν εργαστήρια υπό την ευθύνη Κινέζων μεταναστών, όπου κατασκευάζονται luxury προϊόντα για μεγάλους οίκους σε συνθήκες εκμετάλλευσης.
Σύμφωνα από έγκυρες ειδησεογραφικές πηγές, όπως το Reuters, το Business of Fashion, το Financial Times και το Le Monde, πολύ πρόσφατα, το 2025, η Loro Piana τέθηκε υπό δικαστική εποπτεία από το Δικαστήριο του Μιλάνου, με την κατηγορία ότι ανέθετε την παραγωγή σε εργαστήρια χωρίς άδειες και με παραβίαση εργασιακών δικαιωμάτων. Παρόμοιες υποθέσεις έχουν αγγίξει και άλλα brands, από Dior μέχρι Armani, υπογραμμίζοντας ένα σημαντικό πρόβλημα: η «ιταλική δεξιοτεχνία» συχνά βασίζεται σε κρυφές αλυσίδες παραγωγής που δεν συνάδουν με το αφήγημα της πολυτέλειας.
Photo from Pinterest
Το χάσμα ανάμεσα στο κόστος και την τιμή
Η πραγματικότητα αυτή φέρνει στο φως ένα ακόμη ζήτημα: το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στο κόστος παραγωγής και την τιμή λιανικής. Αν ένα τσαντάκι πολυτελείας κοστίζει λιγότερο από 100 ευρώ να παραχθεί αλλά πωλείται πάνω από 1.000 ευρώ, τότε η υπεραξία δεν προκύπτει από την ίδια την υλική ποιότητα, αλλά από το branding, την επικοινωνία και το prestige της επωνυμίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ένδειξη “Made in Italy” λειτουργεί συχνά ως εργαλείο μάρκετινγκ που δικαιολογεί υψηλές τιμές. Η ετικέτα έχει αξία όχι επειδή εγγυάται πάντα δίκαιες συνθήκες ή μοναδική χειροποίητη εργασία, αλλά επειδή οι καταναλωτές την έχουν συνδέσει με αυτά.
Η πολυτέλεια της διαφάνειας
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι το “Made in Italy” είναι μη αξιόλογο. Αντιθέτως, εξακολουθεί να συμβολίζει μια κουλτούρα αισθητικής και τεχνικής που έχει αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα στη μόδα. Όμως, για να παραμείνει βιώσιμη αυτή η αξία, η πολυτέλεια οφείλει να αγκαλιάσει τη διαφάνεια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη σχεδιάζει «ψηφιακά διαβατήρια προϊόντων» (Digital Product Passport - DPP) που θα αποκαλύπτουν κάθε στάδιο παραγωγής, από την προέλευση των υφασμάτων μέχρι τη συναρμολόγηση. Μια τέτοια εξέλιξη θα έδινε στον καταναλωτή τη δύναμη να γνωρίζει πραγματικά τι αγοράζει.
Η εφαρμογή του DPP αναμένεται να καλύψει διάφορους τομείς, όπως τη μόδα, τα ηλεκτρονικά, τις μπαταρίες, τα χημικά και τα έπιπλα. Οι κανόνες για το DPP βρίσκονται σε εξέλιξη με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας και της υπευθυνότητας στην αλυσίδα εφοδιασμού. Οι καταναλωτές θα μπορούν να συγκρίνουν προϊόντα βάσει της βιωσιμότητάς τους και να έχουν πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτά μέσω του DPP.
Παράλληλα, είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τα στερεότυπα γύρω από την παραγωγή σε άλλες χώρες. Το “Made in China”, για παράδειγμα, συχνά έχει αρνητικό φορτίο, αλλά η πραγματικότητα δείχνει ότι εκεί πλέον υπάρχει υψηλή τεχνογνωσία και εξειδικευμένα εργοστάσια. Το ίδιο ισχύει και για παραγωγές στο Μπαγκλαντές ή το Βιετνάμ, όπου η δεξιοτεχνία είναι αναγνωρισμένη διεθνώς.
Generated with Ai
Η αληθινή αξία της αυθεντικότητας
Το “Made in Italy” θα παραμείνει ένα από τα πιο ισχυρά σύμβολα στον κόσμο της μόδας. Όμως, αν θέλουμε η πολυτέλεια να διατηρήσει το νόημά της, πρέπει να δούμε πέρα από το λογότυπο στην ετικέτα. Η αληθινή πολυτέλεια δεν βρίσκεται μόνο στην εικόνα, αλλά στην ακεραιότητα: στη διαφάνεια, στον σεβασμό των εργατών, στην αναγνώριση ότι η ποιότητα μπορεί να υπάρξει σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Ίσως τελικά το “Made in Italy” να χρειάζεται να ξανασυστηθεί στο κοινό. Όχι ως μάρκετινγκ εργαλείο, αλλά ως πραγματική εγγύηση δεξιοτεχνίας και ηθικής παραγωγής. Γιατί μόνο έτσι η πολυτέλεια θα μπορέσει να παραμείνει αυθεντική, στο ύψος των προσδοκιών που η ίδια δημιούργησε.




















