Αφροδίτη Δερματά
Κατηφορίζουμε με την Ελένη τη Σταδίου, είναι Πέμπτη βράδυ, Ιανουάριος και κάνει αρκετό κρύο. Φοράμε χοντρά πουλόβερ και μπουφάν, στρίβουμε στη Χρήστου Λαδά και ψάχνουμε για ένα εναλλακτικό μπαράκι απ’ αυτά που αρέσουν στην Ελένη, για να απαγκιάσουμε. Με την Ελένη ταιριάζουμε σε πολλά αλλά όχι στα μουσικά ακούσματα, παρ’ όλα αυτά δέχομαι να βγούμε σε μαγαζί που παίζει μουσικές που της αρέσουν. Η Ελένη μού έχει μάθει τον Γύζη, τον Ιακωβίδη, τον Λύτρα και τον Γκαουντί. Για τον τελευταίο έχουμε κάνει και ταξίδι στη Βαρκελώνη όπου δεν έχουμε αφήσει έργο για έργο δικό του που να μην έχουμε δει, κάλους έβγαλαν τα πόδια μας με τον Γκαουντομαραθώνιο. Μάταια την παρακαλούσαμε με μια άλλη φίλη που ήταν μαζί να κόψουμε ταχύτητες. Ήθελε να τα προλάβει να τα δει όλα με ή χωρίς εμάς. Επίσης, μου έχει μάθει αρκετούς ηθοποιούς που είναι μεγάλα ταλέντα και κάνουν μόνο θέατρο, με έχει τραβήξει σε άπειρα υπόγεια θεατράκια και έχουμε δει φοβερές παραστάσεις, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να με μυήσει στα δικά της μουσικά ακούσματα. Είναι θεατρολόγος, αγαπάει κάθε είδους τέχνη και είναι γέννημα-θρέμμα Αθηναία. Αυτή είναι, λοιπόν, η Ελένη επί Κολωνώ ή αλλιώς η Κοκολένη, όπως είναι το καλλιτεχνικό της, δικιάς μου έμπνευσης και αποκλειστικής χρήσης.
Ένα χειμώνα μού είχε προτείνει να κάνουμε μαθήματα θεάτρου στο Μικρό Πολυτεχνείο. Τρέχαμε, λοιπόν, σαν τρελές να προλάβουμε μετά τη δουλειά τα μαθήματα που γίνονταν σε ένα στούντιο ρετιρέ στην Ιερά Οδό και εντεκάμισι το βράδυ με βήμα ταχύ ανεβαίναμε την Πειραιώς για να προλάβουμε το μετρό στην Ομόνοια. Παρεμπιπτόντως, τα μαθήματα αυτά ήταν τα πιο ενδιαφέροντα μαθήματα που έχω κάνει ποτέ. Ένιωσα τη μαγεία του θεάτρου να διαπερνάει τη ζωή μου και θαύμασα λίγο παραπάνω και εκτίμησα τους ηθοποιούς, ειδικά αυτούς που έχουν αφιερωθεί στο θέατρο.
Έχω περάσει διάφορα στάδια στη ζωή μου όσον αφορά τις μουσικές μου προτιμήσεις. Ξεκίνησα με ποπ, το γύρισα στα λαϊκά, συνέχισα με ροκ, ξαναγύρισα στα ποπ, και μετά πάλι έντεχνα και ροκ. Γενικά ακούω σχεδόν τα πάντα εκτός από heavy metal και από τις μουσικές επιλογές της Ελένης, νιώθω ότι ως επί το πλείστον είναι το λιγότερο βασανιστικές. Τα ίδια πιστεύει κι αυτή για τις δικές μου επιλογές. Εγώ της δηλώνω ότι θα μπορούσα χαλαρά να πεθάνω από βαρεμάρα και αυτή απορεί πως δεν έχω γίνει καταθλιπτική με αυτά που ακούω.
Στρίβουμε λοιπόν στη Σταδίου, μπαίνουμε σε ένα μαγαζί, καθόμαστε σε ένα παράμερο τραπεζάκι, πίνουμε ποτό και μιλάμε. Συζητάμε για μουσική και πάλι της λέω ότι δεν καταλαβαίνω πώς ακούει αυτά που ακούει. Πάνω στην κουβέντα μού εκμυστηρεύεται ότι δεν έχει πάει ποτέ μπουζούκια και ότι από Έλληνες τραγουδιστές τής αρέσει πολύ ο Πλούταρχος. «Πάμε μπουζούκια;» της λέω, «πάμε» μου απαντάει και με ξαφνιάζει και για την αποκάλυψη αλλά και το γεγονός ότι δέχτηκε. Πληρώνουμε και κατευθυνόμαστε προς Πανεπιστημίου. Η Ελένη, παιδί της πόλης και δη του κέντρου, μετακινείται πάντα με μέσα μαζικής μεταφοράς και σπάνια μπαίνει σε ταξί, έτσι τρέχουμε σαν Σταχτοπούτες που ακούνε το ρολόι να χτυπάει 12, να προλάβουμε το τελευταίο λεωφορείο που κατηφορίζει την Πειραιώς. Μπαίνουμε μέσα και καθόμαστε, την κοιτάω και αναρωτιέμαι πώς η Ελένη της indie rock και post punk revival που τρέχει στις συναυλίες της Μαλακάσας δέχτηκε και σχεδόν με παρότρυνε να πάμε Πλούταρχο. Όπως, λοιπόν, καθόμαστε και παρατηρούμε σιωπηλές τον ελάχιστο κόσμο που υπάρχει εκείνη την ώρα μέσα, συνειδητοποιούμε ότι αυτό στρίβει στην Πέτρου Ράλλη. Πεταγόμαστε πάνω έντρομες! Πάνω στη βιασύνη μας μπήκαμε σε λάθος λεωφορείο, πατάμε το κουμπί και περιμένουμε εναγωνίως την επόμενη στάση. Το λεωφορείο περνάει τη γέφυρα και σταματάει, κατεβαίνουμε κι αρχίζουμε το περπάτημα. Καταϊδρωμένες από την ένταση, το περπάτημα και τα χοντρά πουλόβερ που φοράμε, γύρω στη μια μπαίνουμε στο μαγαζί. Είμαι σίγουρη ότι, αν ήταν Παρασκευή ή Σάββατο, θα «τρώγαμε» πόρτα λόγω της εμφάνισής μας. Μας προτρέπουν να πάμε στον πάνω όροφο, προφανώς για να μη φαινόμαστε πολύ. Εγώ νομίζω ότι θα βγάλω την μπέμπελη με το πουλόβερ, ο Πλούταρχος ακάθεκτος ερμηνεύει και τα ποτά φτάνουν στο τραπέζι. Το όνειρο της Ελένης έγινε πραγματικότητα, ήταν η πρώτη και μάλλον η τελευταία φορά που βρέθηκε στα μπουζούκια. Πιστεύω ότι το έκανε περισσότερο για την εμπειρία παρά γιατί ένιωθε την ανάγκη.
Το ρολόι δείχνει δυόμισι και αποφασίζουμε σιγά-σιγά να κλείσουμε την περίεργη αυτή βραδιά. Σηκωνόμαστε πάνω να φύγουμε ώσπου βλέπουμε τον Πλούταρχο να κατεβαίνει από τη σκηνή. Στο κέντρο του μαγαζιού στεκόταν ένα πιάνο. Κάθεται εκεί και τα χέρια του αρχίζουν να τρέχουν στα πλήκτρα. Η μαγική μελωδία μας σταματάει. Όρθιες στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, απολαμβάνουμε ένα από τα πιο ερωτικά τραγούδια που έχω ακούσει στη ζωή μου. Οι στίχοι απλοί, έτσι ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι μια ερωτική εξομολόγηση, έτσι ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι ο αληθινός έρωτας, η μελωδία απόλυτα ερωτική. Είναι από αυτές τις σπάνιες φορές που αγαπώ ένα τραγούδι από την πρώτη γνωριμία μου μαζί του.
«Πόσο ωραία μάτια έχεις, πόσο ωραία με κοιτάς» σιγοτραγουδάω μαγεμένη βγαίνοντας από το μαγαζί. Το παγωμένο αεράκι χαϊδεύει το πρόσωπό μας αναζωογονητικά και μας ξυπνάει. Είναι κάτι τραγούδια τα οποία μένουν για πάντα χαραγμένα στο μυαλό σου. Το «Πόσο ωραία μάτια έχεις» του Πλούταρχου θα μου θυμίζει πάντα αυτή την ιδιαίτερη βραδιά και θα είναι για μένα ένα από τα πιο ερωτικά τραγούδια που έχω ακούσει. Σηκώνω το χέρι, σταματάω ένα ταξί, χαιρετάω την Ελένη και καθώς ανεβαίνω την Πειραιώς κοιτάω τα όμορφα φώτα της πόλης που λαγοκοιμάται. Ξαφνικά ακούω στο ραδιόφωνο «Με κοιτάς, χαμογελάς, έχεις κάτι φωτεινό»… «Ανοίγετε λίγο την ένταση;» λέω στον ταξιτζή. Μου κάνει τη χάρη, τώρα η διαδρομή γίνεται ακόμα πιο όμορφη, τώρα η στιγμή έχει κάτι μαγικό και άλλον ένα λόγο για να μείνει αξέχαστη.
Για την ιστορία… με την Ελένη χώρισαν οι δρόμοι μας το 2012. Εγώ ήρθα Κύπρο και αυτή πήγε Αγγλία. Έχουμε υποσχεθεί, όμως, η μια στην άλλη να πραγματοποιήσουμε ένα όνειρό μας μαζί, να πάμε στη Σαντορίνη παρέα.