

Μαρία Καραμάνου
Μέσα σε έναν κόσμο που τρέχει, που φλυαρεί διαρκώς χωρίς να ακούει, η ποίηση παραμένει η τέχνη της σιγής και του βάθους. Είναι εκεί όπου τα συναισθήματα αποκτούν μορφή, οι λέξεις γίνονται ανάσα και η σιωπή γεμίζει νόημα. Για κάποιους, είναι καταφύγιο. Για άλλους, πράξη αντίστασης. Για όλους, όμως, όσοι τη ζουν αληθινά, είναι μια ανάγκη -όχι επιλογή.
Πώς είναι όμως πραγματικά να είσαι νέος ποιητής στην Κύπρο σήμερα; Υπάρχει αποδοχή και στήριξη; Μπορεί η ποίηση να γίνει επάγγελμα ή παραμένει μια βαθιά προσωπική ανάγκη και πάθος; Και τελικά, τι λείπει από τον χώρο του πολιτισμού για να μπορέσει ένας δημιουργός να ανθίσει;
Με αυτά τα ερωτήματα ως αφετηρία, συνομιλήσαμε με τέσσερις νέους ποιητές της Κύπρου. Ο καθένας τους μοιράστηκε σκέψεις, εμπειρίες και όνειρα.
Υπάρχουν ποιητές που γράφουν όμορφα. Κι υπάρχουν και εκείνοι που με μια μόνο φράση τους μπορούν να σε λυγίσουν, να σε κάνουν να νιώσεις ότι κάποιος, κάπου, ένιωσε όσα δεν τόλμησες να πεις. Ο Άγγελος Ιωάννου ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Κάθε του λέξη μοιάζει να έχει γεννηθεί από κάτι βαθύτερο, πιο αληθινό – σαν να στάζει η ψυχή του στο χαρτί. Από τις «Μνήμες Θρύψαλα» ως το «εκ των έσω» και τα «πάντα ρει», η γραφή του εξελίσσεται, ωριμάζει, αλλά ποτέ δεν χάνει την ευαισθησία της. Μέσα από την ποίησή του, ερωτεύεσαι τον κόσμο, ακόμα και τον εαυτό σου. Γιατί γράφει με έναν τρόπο που σε κάνει να ξεχνάς πως είναι γραφή. Είναι συναίσθημα. Είναι παρουσία. Είναι αυτό το κάτι που δε μπορείς να εξηγήσεις, μόνο να το νιώσεις. Κι αυτό το «κάτι» είναι που κάνει τον Άγγελο μοναδικό.
Άγγελος Ιωάννου
«Η ποίηση στην Κύπρο παραμένει στο περιθώριο, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, κουβαλά το ακαδημαϊκό στίγμα, επειδή η πρώτη μας επαφή μαζί της έγινε στο σχολείο, μέσα από αναλύσεις και βαθμολογίες». Για πολλούς, αυτή η εμπειρία ήταν αρνητική, κι έτσι «η ποίηση έμεινε μια “άνοστη” ή αποστειρωμένη εμπειρία». Παρ’ όλα αυτά, για τον ίδιο, η ποίηση είναι κάτι πολύ περισσότερο: «μια βιωματική τέχνη, βασισμένη στην ελευθερία του καθενός να αποδώσει το δικό του νόημα». Το να είσαι νέος ποιητής στην Κύπρο; «Είναι σαν να περπατάς κόντρα στον άνεμο, μια αθόρυβη μορφή αντίστασης, που όμως κάνει πολύ θόρυβο».
«Το πρώτο μεγάλο εμπόδιο για έναν νέο ποιητή είναι η έκθεση, το να μοιράζεσαι τον εσωτερικό σου κόσμο με το κοινό είναι από μόνο του μια πράξη ευαλωτότητας».
Ποιητική συλλογή, τὰ πάντα ῥεῖ
«Η ποίηση, όσο βαθιά βιωματική κι αν είναι, σπάνια μπορεί να σταθεί από μόνη της ως επάγγελμα, αν δεν έχεις εκδώσει ένα εκτενές και αναγνωρισμένο έργο, δύσκολα μπορείς να βιοποριστείς αποκλειστικά από αυτήν». Για τον ίδιο, η ποίηση «ξεκινά ως πάθος και, στις περισσότερες περιπτώσεις, εκεί παραμένει».
«Οι ευκαιρίες για νέους ποιητές στην Κύπρο παραμένουν περιορισμένες». Αν και έχουν γίνει «κάποιες αξιόλογες πρωτοβουλίες, όπως οι εκθέσεις βιβλίου και οι βραδιές ποίησης», η κοινωνική στήριξη απουσιάζει. «Η ποίηση περιθωριοποιείται, και αυτό φαίνεται τόσο στις λίγες εκδηλώσεις όσο και στην ελάχιστη παρουσία της στα ράφια των βιβλιοπωλείων».
Ποιητική συλλογή, εκ των έσω
Αυτό που θα ήθελε να αλλάξει είναι η νοοτροπία γύρω από την ποίηση. «Να πάψει να θεωρείται ελιτίστικη ή δύσκολη, μόνο για λίγους και “μυημένους”». Γιατί, όπως λέει, «είναι η στιγμή που κάποιος βρίσκει λέξεις για κάτι που εσύ ένιωθες αλλά δεν ήξερες πώς να εκφράσεις».
«Από πότε η ποίηση έχει το ίδιο νόημα για όλους;». Για εκείνον, «είναι μια μορφή έκφρασης που μπορεί να αφυπνίσει τη σπίθα που κάθε άνθρωπος κουβαλά μέσα του».
Στέλιος Νικολάου
Ο Στέλιος Νικολάου δεν γράφει απλώς για την πατρίδα, τη φέρει μέσα του. Με στίχους που πηγάζουν από τη νοσταλγία, τον έρωτα και την απώλεια, δημιουργεί έναν μοναδικό ποιητικό κόσμο. Αυτοπροσδιορίζεται ως ιμπρεσιονιστής και νατουραλιστής, μα στο βάθος παραμένει πάντα ρομαντικός – που σπανίζει στις μέρες μας. Η «Κυπρίων γη αέναη – Καρπασία» και το «Ντέρτια, θαλάσση και πατρίς» δεν είναι απλώς τίτλοι – είναι τρόπος ύπαρξης. Γιατί ο Στέλιος γράφει όπως αγαπά: με ένταση, με αλήθεια και με μια βαθιά, ανεξίτηλη τρυφερότητα για όλα όσα δεν λέγονται εύκολα. Κι αυτός είναι ο λόγος που η ποίησή του αγγίζει.
Ποιητική συλλογή, Κυπρίων γη αέναη Καρπασία
«Το βρίσκω αρκετά ενθουσιώδες το να ανοίγεται μπροστά μου ένας κόσμος δημιουργίας, όπου μπορώ να αφήσω το δικό μου μήνυμα που ίσως με διαδεχθεί για πάντα, είναι καταπληκτικό. Αυτός ο κόσμος με αγκάλιασε και συνεχίζει να με αγκαλιάζει καθημερινά». Για εκείνον, «όταν όλα τα άλλα έχουν φύγει, η ποίηση και οι κόσμοι που δημιουργεί, μένουν».
«Θα το χώριζα σε δύο κατηγορίες: ψυχολογικές και πρακτικές», απαντά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Στο πρακτικό κομμάτι, αναγνωρίζει πως «είναι δύσκολο να πουλήσει κανείς ή να βρει σταθερό εισόδημα ως ποιητής». Παρ’ όλα αυτά, η ποίηση του άνοιξε πόρτες: «Μου προσφέρθηκαν ευκαιρίες που ίσως τελικά να απέφεραν περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι η ίδια η ποίηση».
Ποιητική συλλογή, Ντέρτια, θαλάσση και πατρίς
«Καταρχάς, εννοείται είναι παντοτινό πάθος. Είμαι ακάθεκτος υποστηρικτής πως όποιος θέλει, μπορεί. Εννοείται μπορεί να είναι επάγγελμα». Ωστόσο, «αν δεν υπάρχει υπομονή και ελπίδα στην ίδια την ποίηση, θα παραμείνει πάθος. Ή μάλλον, απωθημένο». Ενώ για την Κύπρο αναφέρει: «Η καλύτερη ευκαιρία που προσφέρει η Κύπρος είναι η απομόνωσή της – και η ένταση της καλλιτεχνικής σκέψης που αυτή γεννά», σημειώνει. Αν κάποιος το ψυχολογήσει, «θα καταλάβει εν καιρώ».
Γεωργία Ευστρατίου
Η Γεωργία Ευστρατίου από πολύ νεαρή ηλικία, ένιωσε πως η ποίηση δεν είναι απλώς μια μορφή έκφρασης, αλλά ένας καθρέφτης του ανθρώπου όταν δεν προσποιείται. Με τη συλλογή «Άβυσσος η ωμότητα του ανθρώπου», εξέδωσε τα πρώτα της ποιήματα όσο ήταν ακόμα φοιτήτρια, καταγράφοντας με ωμή ευαισθησία την αλήθεια που οι άλλοι προσπερνούν. Δε φοβάται τις ρωγμές της ύπαρξης, ούτε τις σιωπές που κρύβονται πίσω από τα μεγάλα λόγια. Αντιθέτως, τις φωτίζει. Κι εκεί, στο βαθύτερο σημείο του ανθρώπινου ψυχισμού, γεννιέται η δική της ποίηση – μια ποίηση που δεν ντρέπεται να πονά, να αναρωτιέται και να νιώθει.
«Η εμπειρία μου ως νέος ποιητής στην Κύπρο ήταν μέχρι τώρα αρκετά θετική κι αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη», αναφέρει. Σε αντίθεση με άλλους καλλιτεχνικούς χώρους όπου «υπάρχει ανταγωνισμός και έλλειψη στήριξης», στην ποίηση «τα πράγματα είναι διαφορετικά, υπάρχει μια μικρή, αλλά ζεστή κοινότητα».
Ποιητική συλλογή, Ποιητική Εξέγερση
«Η μεγαλύτερη πρόκληση ήρθε μετά την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου. Πολλές φορές με αντιμετώπισαν με αποθαρρυντικά σχόλια όπως “κανείς δεν διαβάζει ποίηση” ή “μην περιμένεις να έχεις πωλήσεις”». Όταν το βιβλίο γινόταν δεκτό στα βιβλιοπωλεία, «το τοποθετούσαν σε μη προσβάσιμο σημείο, χωρίς καν να φαίνεται, δεν ξαναπήγα ούτε για να παραλάβω τα έσοδα από τις πωλήσεις».
«Επάγγελμα είναι ό,τι μπορεί να σου φέρει φαγητό στο τραπέζι», δηλώνει. Υπήρξε περίοδος, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπου «οι πωλήσεις των βιβλίων μου ήταν το μόνο μου εισόδημα». Παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίζει τις δυσκολίες: «Με τα σημερινά δεδομένα, είναι σχεδόν αδύνατο να επιβιώσεις αποκλειστικά από την ποίηση, ειδικά στην Κύπρο, όπου το αναγνωστικό κοινό είναι μικρό».
Ποιητική συλλογή, Άβυσσος η ωμότητα του ανθρώπου
«Δυστυχώς, θεωρώ πως η Κύπρος δεν προσφέρει αρκετές ευκαιρίες ή στήριξη στους νέους ποιητές», λέει. Ενώ «οι εκδοτικοί οίκοι είναι περιορισμένοι και αρκετές φορές καταχρώνται τα δικαιώματα ή τα έσοδα του δημιουργού». Όπως εξηγεί, είτε συνεργαστείς με εκδοτικό είτε εκδώσεις μόνος σου, «το μεγαλύτερο βάρος, οικονομικό και οργανωτικό, πέφτει πάνω σου». Αυτό που λείπει, κατά τη γνώμη της, είναι «μια πιο οργανωμένη στήριξη για τους νέους δημιουργούς: υποτροφίες, πλατφόρμες προώθησης, προγράμματα mentoring και ένας πιο ζωντανός πολιτιστικός διάλογος γύρω από την ποίηση».
Μαρίνα Χρυσή
Η Μαρίνα Χρυσή γράφει όπως φαίνεται να ζει: με αγάπη, φαντασία και πίστη στο φως. Μεγάλωσε ανάμεσα σε ζώα, λουλούδια και λέξεις – κι αυτό το μαγικό μείγμα κουβαλά και η γραφή της. Ερωτευμένη με τη θάλασσα και τα μολύβια της, δημιουργεί κόσμους που δεν μένουν μόνο στο χαρτί, αλλά αγγίζουν την καρδιά. Με σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο και μια εντυπωσιακή ακαδημαϊκή διαδρομή, άφησε χώρο στην ποίηση. Η «Ορπίδα», γραμμένη στην κυπριακή διάλεκτο, είναι ένας ύμνος στην παράδοση και στη μνήμη, ενώ το μυθιστόρημά της «Ελπίδα» μοιάζει να κουβαλά κάτι από την ίδια της την ψυχή – ευαισθησία, ανθρωπιά και μια πίστη πως ακόμη κι όταν όλα σκοτεινιάζουν, κάτι όμορφο μπορεί να γεννηθεί.
«Θα προτιμούσα τη λέξη “συγγραφέας” αντί για “ποιήτρια”. Ο τίτλος του ποιητή είναι βαρύς — θέλει χρόνια, εμπειρίες και μια εσωτερική ωριμότητα που δεν μετριέται με εκδόσεις». Το να είναι νέα συγγραφέας στην Κύπρο, με βαθιά αγάπη για την ποίηση και ιδιαίτερα για την κυπριακή λαϊκή παράδοση, το θεωρεί «προνόμιο».
Ποιητική συλλογή στην κυπριακή διάλεκτο, Ορπίδα
Παρότι αναγνωρίζει ότι «το πολιτιστικό τοπίο στην Κύπρο δεν είναι πάντα φιλόξενο», με «χαμηλά ποσοστά αναγνωσιμότητας» και μια αντίληψη της ποίησης ως «ρομαντική ασχολία», για εκείνη η γραφή είναι κάτι πολύ βαθύτερο: «είναι ανάγκη, στοιχείο ταυτότητας». Όπως δηλώνει: «Δεν επιλέγουμε να γράφουμε, μάλλον, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, είτε βρούμε αποδοχή και στήριξη, είτε όχι».
«Η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα, ως δημιουργός που επέλεξε την αυτοέκδοση, είναι η αποδοχή», παραδέχεται. Όχι τόσο από το αναγνωστικό κοινό — «αυτό έρχεται σιγά σιγά» — αλλά κυρίως από τα βιβλιοπωλεία, που «αντιμετωπίζουν με καχυποψία κάθε τι αυτοεκδοθέν, θεωρώντας το υποδεέστερο από έργα εκδοτικών οίκων».
Μια ακόμη μεγάλη δυσκολία είναι η πάλη μεταξύ δημιουργίας και βιοπορισμού: «Οι περισσότεροι από εμάς εργαζόμαστε σε άλλους τομείς για να επιβιώσουμε, και αυτό γεννά εξουθένωση —σωματική, ψυχική— που επηρεάζει άμεσα την έμπνευση και τη δημιουργικότητα». Όπως λέει χαρακτηριστικά, «είναι σαν να ζω διπλή ζωή: μία της καθημερινής επιβίωσης και μία της ποίησης — που με κρατά όρθια».
Μυθιστόρημα, Ελπίδα
«Η ποίηση είναι πάθος, είναι έρωτας, είναι μυσταγωγία. Μπορεί να ’ναι λειτούργημα, αλλά επάγγελμα… δεν ήταν ποτέ για μένα». Για εκείνη, είναι «ο τρόπος να υπάρχω, να ερμηνεύω τον κόσμο και να λυτρώνομαι από αυτόν». Τη χαρακτηρίζει ως «τη φίλη που δεν με εγκαταλείπει ποτέ», το «καταφύγιο» και τη «φωνή» που της δανείζει λόγια όταν εκείνη δεν βρίσκει τα δικά της.
«Η αλήθεια είναι πως οι αναγνώστες ποίησης στην Κύπρο είναι λίγοι — και αυτοί της κυπριακής ποίησης, ακόμη λιγότεροι», παραδέχεται. Παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίζει πως «υπάρχουν ευκαιρίες: επιχορηγήσεις, διαγωνισμοί, δράσεις που ενθαρρύνουν τη λογοτεχνική δημιουργία». Όμως για εκείνη, «το ζήτημα δεν είναι μόνο οι ευκαιρίες, αλλά η κουλτούρα».
Αυτό που λείπει είναι «μια βαθύτερη αγάπη για τη λογοτεχνία, η καλλιέργεια μιας νοοτροπίας που θα βλέπει το βιβλίο ως ανάγκη και όχι πολυτέλεια». Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να χτιστεί: «από την οικογένεια, το σχολείο, την κοινωνία, το ίδιο το κράτος — όχι μόνο για εμάς, αλλά για τις γενιές που έρχονται».