
Άννα Πολυβίου
Στις 4 Σεπτεμβρίου 2025, η παγκόσμια σκηνή της μόδας αποχαιρέτησε τον Giorgio Armani, τον εμβληματικό Ιταλό σχεδιαστή που ταυτίστηκε με την έννοια της διαχρονικής κομψότητας. Ο ιδρυτής του οίκου Armani έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών στο Μιλάνο, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια κληρονομιά, αλλά και το ερώτημα: ποιο θα είναι το μέλλον του οίκου που φέρει το όνομά του;
Μετά από πέντε δεκαετίες αδιάλειπτης παρουσίας στην κορυφή της μόδας, ο Armani είχε ήδη χαράξει τα βήματα για τη διαδοχή του. Ο ίδιος είχε αναφέρει ότι η μετάβαση θα ήταν «οργανική και όχι μια στιγμή ρήξης». Η απουσία του από τις τελευταίες επιδείξεις μόδας στο Μιλάνο και στο Παρίσι, λόγω νοσηλείας, είχε ήδη πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις για το ποιος θα αναλάβει τα ηνία.
photo from instagram @wmag
Ποιος θα πάρει τη σκυτάλη
Ο Armani είχε ήδη χαράξει ένα σχέδιο διαδοχής, το οποίο βασίζεται σε μια συλλογική προσέγγιση. Ο στενός του συνεργάτης και επικεφαλής σχεδιασμού ανδρικών συλλογών, Leo Dell’Orco, θεωρείται ο φυσικός διάδοχος στον δημιουργικό τομέα. Ο Dell’Orco, που βρισκόταν στο πλευρό του σχεδιαστή για πάνω από 20 χρόνια, είχε ήδη αναλάβει ενεργό ρόλο στις επιδείξεις και τη διαχείριση της αισθητικής ταυτότητας του brand.
Παράλληλα, η οικογένεια του Armani και η ευρύτερη ομάδα συνεργατών του θα συμμετέχουν στη διοίκηση, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Giorgio Armani, το οποίο ιδρύθηκε το 2016 με στόχο να διασφαλίσει τη συνέχιση των αξιών και της ανεξαρτησίας της εταιρείας.
Το καταστατικό της εταιρείας προβλέπει ότι, μετά τον θάνατο του ιδρυτή, η δυνατότητα εισαγωγής στο χρηματιστήριο θα εξεταστεί μόνο μετά από πέντε χρόνια, δίνοντας έτσι χρόνο για σταθεροποίηση και στρατηγική αναπροσαρμογή.
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τον οίκο Armani ωστόσο είναι η μετάβαση από ένα brand ταυτισμένο με τον ιδρυτή του σε ένα που μπορεί να σταθεί αυτόνομα. Ο Dell’Orco, η οικογένεια και το ίδρυμα καλούνται να διατηρήσουν την «αύρα» του Armani, μια αίσθηση διακριτικής πολυτέλειας και διαχρονικής κομψότητας που τον καθιέρωσε παγκοσμίως.
Η ανεξαρτησία ως στρατηγική επιλογή
Σε αντίθεση με άλλους μεγάλους οίκους μόδας που έχουν ενταχθεί σε πολυεθνικούς ομίλους, όπως για παράδειγμα η LVMH, ο Armani είχε διατηρήσει την πλήρη ανεξαρτησία της εταιρείας του. Ήταν ο μοναδικός μέτοχος, κατέχοντας το 99,9% των μετοχών, ενώ το υπόλοιπο 0,1% ανήκει στο ίδρυμα Giorgio Armani.
photo from instagram @bergdorfs
Αν και ο ίδιος δεν είχε αποκλίσει το ενδεχόμενο μελλοντικής συγχώνευσης ή εισαγωγής στο χρηματιστήριο, τόνιζε ότι η ανεξαρτησία παραμένει βασική αξία για την ταυτότητα του brand. «Δεν αποκλείω τίποτα, αλλά η προσαρμοστικότητα στις εποχές είναι αυτό που με καθόρισε ως δημιουργό», έχει δηλώσει χαρακτηριστικά.
Εορτασμός 50 χρόνων
O οίκος μόδας κλείνει φέτος 50 χρόνια ιστορίας, έμπνευσης και δημιουργίας, και το γιορτάζει με ένα ταξίδι απόλυτα λαμπερό, όσο και η ίδια η ιστορία του. Στόχος του Giorgio Armani δεν ήταν να δημιουργήσει νοσταλγική διάθεση, αλλά, να διατηρήσει απόλυτα ζωντανό το πάντα νεανικό πνεύμα του, δίνοντας πρόσβαση σε όλους να ανακαλύψουν μισό αιώνα διαχρονικών θησαυρών της μόδας, μέσα από ένα πλήρως ενημερωμένο ψηφιακό αρχείο. Το ARMANI/Archivio, η ψηφιακή πλατφόρμα που αναδεικνύει την ιστορική κληρονομιά του οίκου μαζί με χιλιάδες αυθεντικά looks, λανσαρίστηκε στις 30 Αυγούστου κατά την διάρκεια του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Βενετίας και πλαισιώθηκε από ένα φιλανθρωπικό δείπνο για την ενίσχυση της UNICEF όπως και από ένα exclusive party.
photo from https://archivio.armani.com/en
Επιπρόσθετα, ο οίκος έχει θέσει στόχους βιωσιμότητας για το 2025, με στόχο τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 30%. Η στροφή προς πιο υπεύθυνες πρακτικές αποτελεί στρατηγικό εργαλείο για την προσέλκυση νεότερων καταναλωτών, οι οποίοι δίνουν όλο και μεγαλύτερη σημασία στην ηθική και περιβαλλοντική διάσταση των brands.
photo from https://archivio.armani.com/en
Η εταιρεία σε αριθμούς
Παρά τις παγκόσμιες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος της πολυτελούς μόδας, ο όμιλος Armani παραμένει οικονομικά ισχυρός. Το 2024, η εταιρεία κατέγραψε έσοδα ύψους €2,3 δισ., σημειώνοντας πτώση 5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης στην αγορά της Κίνας και της γενικότερης ύφεσης στον χώρο της πολυτέλειας.
Παρά τη μείωση της κερδοφορίας, η εταιρεία επένδυσε €332 εκατ., σχεδόν τριπλάσιο ποσό από τον μέσο όρο των προηγούμενων ετών, σε ανακαινίσεις flagship καταστημάτων και στην εσωτερική διαχείριση του e-commerce, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι η στρατηγική της εστιάζει στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και όχι σε βραχυπρόθεσμα κέρδη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρώπη παραμένει η ισχυρότερη αγορά για τον οίκο, αντιπροσωπεύοντας το 49% των συνολικών πωλήσεων, ενώ οι ΗΠΑ και η Ασία ακολουθούν με 22% και 19% αντίστοιχα.