
Ριάνα Στυλιανού
Από την πρώτη στιγμή που πάτησα play και ξεκίνησα να παρακολουθώ τη νέα συλλογή του Jean Paul Gaultier από τον Duran Lantink στην υπόγεια αίθουσα του Musée du quai Branly, ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο. ο Duran δεν είχε σκοπό να μας χαρίσει ένα εύκολο, όμορφο θέαμα. Το πρώτο του σόου για τον οίκο ήρθε να ταράξει τα νερά της εβδομάδας μόδας —όμως, προσωπικά, νιώθω πως αυτή η «ανατροπή» μάλλον ξεπέρασε τα όρια του ενδιαφέροντος και πέρασε στο πεδίο του όχι απλά αλλόκοτου… αλλά υπερβολικά αλλόκοτου.
Ναι, ο Lantink είναι γνωστός για την αντισυμβατική του ματιά και για το ότι αγαπά να παίζει με τα όρια του φύλου, της φόρμας και της αισθητικής. Αλλά κάπου, όπα. Η συλλογή αυτή, παρά τη δημιουργικότητά της, έμοιαζε να ξεχνά τον βασικό πυρήνα της μόδας: το ρούχο ως κάτι που μπορεί να φορεθεί. Οι λατέξ μπλούζες, τα τριχωτά κορμάκια και οι υπερβολικά γλυπτικές σιλουέτες είχαν κάτι το θεατρικό —όμως όχι το είδος του θεάτρου που θες να ζήσεις ξανά και ξανά.
Κι όμως — δεν ήταν όλα χάλια. Υπήρχαν μερικές πραγματικά όμορφες στιγμές που έδειξαν ότι, όταν ο Lantink αφήνει χώρο στην καθαρότητα της γραμμής, μπορεί να δημιουργήσει κάτι συγκλονιστικό. Το trench set ήταν κομψό, ευφυώς δομημένο, με αυτήν την αβίαστη παριζιάνικη ενέργεια που μάς θύμισε γιατί αγαπήσαμε κάποτε τον Gaultier.
Και φυσικά, τα bomber σακάκια· καθαρά, στυλάτα, με ωραίο όγκο και attitude, ίσως τα πιο εύκολα και cool κομμάτια της συλλογής.
Ο Gaultier πάντα υπήρξε enfant terrible —προκλητικός, παιχνιδιάρης, απρόβλεπτος. Αλλά η πρόκληση του Gaultier είχε ψυχή, είχε χιούμορ, είχε κάτι το απελευθερωτικό. Εδώ, η πρόκληση του Lantink ένιωθε ψυχρή, σχεδόν μηχανική. Σαν να ήθελε απλώς να σοκάρει, χωρίς να μας πει κάτι καινούργιο.
Στο τέλος της ημέρας, αφού παρακολούθησα το σόου, ένιωσα περισσότερο απορία παρά έμπνευση. Και ίσως αυτό να είναι το πιο προβληματικό στοιχείο: όταν μια συλλογή αφήνει τον θεατή με την αίσθηση ότι δεν ανήκει πουθενά, ούτε στη μόδα, ούτε στην τέχνη, ούτε στο όνειρο.
Please... Όχι άλλο σοκ – θέλουμε ρούχα, όχι ακόμα μια εναλλακτική συλλογή.