ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: Leopard pants, μαύρο crop top και kitten heels
 

Το ρετιρέ της Μιχαήλ Βόδα

Αφροδίτη Δερματά

Αφροδίτη Δερματά

Μιχαήλ Βόδα 182 έγραφε η αγγελία. Με έναν χάρτη στο χέρι και την εφημερίδα με τις αγγελίες παραμάσχαλα βρεθήκαμε έξω από την πόρτα. Η πολυκατοικία ήταν παλιά,  μετρούσε τουλάχιστον 40 χρόνια ζωής. Απέναντι υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο και μια πιτσαρία. Κοντοσταθήκαμε στην πόρτα.  «Πατήστε το κουδούνι που γράφει Γιάνναρης» μας είχε πει ο ιδιοκτήτης  στο τηλέφωνο. Ψάχνοντας εντοπίσαμε δυο γνωστά επώνυμα, «Νικόλαος Βανδώρος» και «Θεόφιλος Βανδώρος». Εκστασιαστήκαμε σκεπτόμενοι το ενδεχόμενο να έχουμε διάσημους ηθοποιούς γείτονες. Ανεβήκαμε στον έκτο όροφο με ένα ασανσέρ που έμοιαζε με αντίκα. O κύριος Γιάνναρης στεκόταν στο κέντρο του σαλονιού και μιλούσε με τους υποψήφιους ενοικιαστές. Το διαμέρισμα ήταν όπως ακριβώς το φανταζόμουν, σαν αυτά που έβλεπα στις ταινίες και τις σειρές. Ήταν ένα άνετο ρετιρέ 80 τετραγωνικά με ξυλινο πάτωμα. Μπαίνοντας περνούσες ένα μικρό χολ και απέναντι ακριβώς βρισκόταν ένα σαλονάκι το οποίο στο κέντρο του είχε ένα παράθυρο με "άπλετη θέα" στον ακάλυπτο. Δεξιά από το χολ είχε άλλο ένα χολ που έβγαζε σε μια μικρή κουζίνα. με τρία ντουλάπια όλα κι όλα. Η  κουζίνα είχε ένα μικρό μπαλκόνι το οποίο επίσης έβλεπε στον ακάλυπτο. Δίπλα στην κουζίνα ήυπήρχε ένα ευρύχωρο μπάνιο και ακολουθούσε το υπνοδωμάτιο με ένα σχετικά μεγάλο μπαλκόνι που έβλεπε το μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας και στο βάθος δεξιά λίγο βουνό.

Το σπίτι φαινόταν τέλειο στα άπειρα μας μάτια, ήταν το πρώτο που είδαμε και καταενθουσιαστήκαμε. «Πόσο είναι το ενοίκιο;» ρωτήσαμε τον ιδιοκτήτη, «80.000 δραχμές τον μήνα» μας απάντησε. «Μόνο που αν είναι να το κλείσετε πρέπει να βιαστείτε γιατί ενδιαφέρονται πολλοί» συμπλήρωσε πιέζοντας μας ύπουλα να αποφασίσουμε. Ζητούσε δυο μήνες εγγύηση και τον τρέχοντα μήνα. Σύνολο 240.000 δραχμές (περίπου 1000€). Όχι δεν γινόταν να το χάσουμε αυτό το «διαμαντάκι». Μας ενημέρωσε ότι υπήρχε μια εθνική τράπεζα λίγο πιο πάνω, στην Αχαρνών και φύγαμε τρέχοντας για ανάληψη. Μέσα σε δέκα λεπτά είχα βγάλει τις οικονομίες μου και τις εναπόθετα ευλαβικά στα χέρια του κύριου Γιάνναρη που γέλαγαν και τα μουστάκια του για την τόσο καλή του τύχη. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν πίστευε ότι θα νοίκιαζε το παλιοδιαμέρισμα του με τέτοια ευκολία, στην τιμή μάλιστα που ζητούσε.

Βγήκαμε περιχαρείς από την πολυκατοικία και αρχίσαμε να καταμετράμε γεμάτοι ενθουσιασμό τα πλεονεκτήματα της επιλογής μας. Είχαμε κοντά τα πάντα. Ο σταθμός του ηλεκτρικού απείχε μόνο δέκα λεπτά με τα πόδια. Απέναντι ακριβώς υπήρχε η πιτσαρία και το ψιλικατζίδικο. Η Αγίου Μελετίου ήταν δίπλα και ήταν γεμάτη μαγαζιά με ρούχα. Το σούπερ μάρκετ και η τράπεζα απείχαν μόνο πέντε λεπτά από το διαμέρισμα. Μέχρι και οι οίκοι ανοχής της Φυλής βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής. Μπορεί να μην μας χρησίμευαν σε κάτι αλλά αποτελούσαν ατραξιόν της περιοχής. Όσο να πεις είχε κάποιο ενδιαφέρον να περνάς από μπροστά και να ρίχνεις μια κρυφή ματιά από την χαραμάδα της πόρτας. Στο χωριό τους είχαμε μόνο ακουστά.

Μέσα σε ένα δεκαήμερο το διαμέρισμα είχε μεταμορφωθεί σε γιουσουρούμ. Το είχαμε γεμίσει με ότι παλιά ηλεκτρική συσκευή και ότι παλιό έπιπλο είχαν στις αποθήκες τους φίλοι, γνωστοί και συγγενείς. Ένα «αρχαίο» ντιβάνι της γιαγιάς του φίλου μου, δυο παλιά τραπέζια της γιαγιάς μου ένα για το σαλόνι και ένα για την κουζίνα. Κάτι βαριές πράσινες βελούδινες κουρτίνες, ύφασμα που μου χάρισε η θεία μου για το παράθυρο του σαλονιού και κάτι άσπρες με μπλε γραμμές και κίτρινα λουλουδάκια για το δωμάτιο. Ένα ψυγείο μιας θείας από το 1970 το οποίο κάθε εβδομάδα ήθελε απόψυξη και κάθε φορά που έπρεπε να βγάλω το κρέας από την κατάψυξη ήθελα σφυρί και καλέμι για να ξεκολλήσει από τον πάγο και τέλος ένα μικρό σκουριασμένο φουρνάκι με δυο μάτια. Πέταξα πάνω στα έπιπλα και μερικά σεμεδάκια και στο ντιβάνι και τις πολυθρόνες κάτι μπεζ βελούδινα καλύμματα για να γίνουν λίγο πιο χαριτωμένα, κρέμασα και καμιά δεκαριά καδράκια στους τοίχους για να φανεί λίγο πιο κουλτουρέ και ήμουν πανευτυχής και υπερήφανη για το τσαρδί που είχα στήσει.  Πλυντήριο τους πρώτους μήνες δεν είχαμε.  Προσποιούμουν την καλή νοικοκυρά και έκανα την μπουγάδα στο χέρι- σκάφη,  χαμογελαστή αντιγράφοντας πιστά κα΄΄τι χαρούμενες διαφημίσεις των 80s. Πολύ σύντομα άρχισα να τον βρίσκω πολύ βαρεττό και κουραστικό αυτό τον ρόλο και άρχισα να ψάχνω πλυντήριο με δόσεις.

Τα πρώτα προβλήματα φάνηκαν μαζί με τον χειμώνα. Το διαμέρισμα ήταν ρετιρέ και δεν είχε θέρμανση. Είχε δηλαδή, δυο θερμοσυσσωρευτές οι οποίοι δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν παράλληλα γιατί έπεφτε ο γενικός διακόπτης. Ανάβαμε λοιπόν μόνο τον ένα, εντούτοις το σπίτι έμοιαζε με ιγκλού και ο πρώτος λογαριασμός ρεύματος έφερε λιποθυμίες. Διακόσιες χιλιάδες δραχμές έγραφε το χαρτί της ΔΕΗ κι εμείς το κοιτούσαμε μισή ώρα παγωμένοι από το σοκ και το κρύο. Αποφασίσαμε λοιπόν να μην τους ξανά ανάψουμε. Έτσι κάθε φορά που ερχόμασταν από έξω όχι μόνο δεν βγάζαμε το μπουφάν, αλλά προσθέταμε στην περιβολή μας γάντια, κασκόλ και σκουφιά. Ενδεικτικά όταν παίζαμε τάβλι το ένα χέρι που ήταν ελεύθερο φορούσε γάντι και όταν ξύλιαζε το γυμνό, αυτό που χειριζόταν τα ζάρια, κάναμε ανταλλαγή μέχρι να επανέλθει η θερμοκρασία. Έτσι κάπως έμαθα να το χρησιμοποιώ σωστά και να φέρνω εξάρες και με το αριστερό μου χέρι.

Το καλοκαίρι η κατάσταση ήταν εξίσου δύσκολη. Όταν είχε έξω 40 βαθμούς κελσίου, μέσα στο σπίτι είχε 50. Εννοείται ότι δεν είχε air-condition και ήταν στιγμές που νιώθαμε ότι η ζέστη εξαφάνιζε το οξυγόνο. Αναπνέαμε με δυσκολία. Τα βράδια ήταν ζόρικα, ράντιζα τα σεντόνια με νερό, ξάπλωνα και μέσα σε πέντε λεπτά έβραζα μαζί τους και εξατμιζόμουν αργά και βασανιστικά. Μέχρι που αγόρασα έναν ανεμιστήρα από τα Ιλίσια και η κατάσταση έγινε λίγο πιο υποφερτή.

Λίγο πριν έρθει και ο δεύτερος χειμώνας ενημερώσαμε τον κύριο Γιάνναρη ότι οι κλιματολογικές συνθήκες εντός του σπιτιού δεν παλεύονται και ότι έχουμε σκοπό να σπάσουμε το συμβόλαιο και να την κάνουμε με ελαφριά πηδηματάκια. Ποιος είδε τον Θεό- Γιάνναρη και δεν τον φοβήθηκε. Ήρθε ένα πρωί Σαββάτου έξαλλος στο σπίτι, μέτρησε δέκα τρύπες στους τοίχους, δήθεν συγκλονίστηκε με την τρομερή αυτή φθορά που προκαλέσαμε στο διαμέρισμά του και μας απείλησε με δικηγόρους και μηνύσεις. Εμείς ατάραχοι συνεχίσαμε να πακετάρουμε για νέες γειτονιές.  Λίγο πιο ζεστές τον χειμώνα και λίγο πιο δροσερές το καλοκαίρι.

Τώρα 24 χρόνια μετά γυρνάω πολλές φορές εκεί…στην Μιχαήλ Βόδα 182. Τότε που η ανυπομονησία και η άγνοια των 19 μου χρόνων μου έδωσαν ένα μεγάλο μάθημα. Ότι δεν πρέπει να αφήνω να με συνεπέρνει ο ενθουσιασμός και ότι κάθε φορά που σκοπεύω να κλείσω μια συμφωνία θα πρέπει να κοιτάω τα ψιλά γράμματα και να την εξετάζω από πολλές διαφορετικές πλευρές. Τώρα εύλογα θα αναρωτηθείς που τα θυμήθηκα όλα αυτά Παρασκευή πρωί; Ίσως επειδή αυτό το Σαββατοκύριακο η κόρη μου ετοιμάζεται να μετακομίσει στο δικό της διαμέρισμα στην Αθήνα και οι συνθήκες είναι τόσο διαφορετικές σε σχέση με τότε. Φροντίσαμε να βρει το σπίτι, πληρώσαμε τα ενοίκια, φροντίσαμε να το επιπλώσουμε. Θα τα βρει όλα σχεδόν έτοιμα. Τα χρόνια αλλάζουν και οι εποχές. Ακόμα δεν ξέρω να σου πω με σιγουριά αν είναι καλύτερο να βουτάς στα βαθιά και να αναγκάζεσαι να κολυμπήσεις προκειμένου να επιβιώσεις ή να σε μαθαίνουν κολύμπι σιγά σιγά από τα ρηχά. Ο χρόνος θα δείξει.

ΥΓ. Για την ιστορία Τον κύριο Γιάνναρη δεν τον έλεγαν κύριο Γιάνναρη. Ήταν απλά το όνομα του προηγούμενου ενοικιαστή πάνω στο κουδούνι. Δεν μας διόρθωσε ποτέ ώσπου ένα μεσημέρι που πήγα στον Άγιο Σώστη στην Συγγρού να του παραδώσω τα κλειδιά μου είπε θυμωμένος… «και σταμάτα επιτέλους να με λες κύριο Γιάνναρη…Ραγκαβής είναι το επώνυμό μου». Η πληροφορία μου ήταν αχρείαστη.  Ήταν η τελευταία φορά που συναντηθήκαμε.

BLOGS: Τελευταία Ενημέρωση

Hot dogs

Hot dogs

Η Lady Maxwell σχολιάζει αυτά που άκουσε και είδε από το social life της Κύπρου και του εξωτερικού. ...
Lady Maxwell
 |  LADY MAXWELL