ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: Φούξια σατέν πουκάμισο, denim φούστα και sneakers
 

Βαρκελώνη: Καταλανική καρδιά

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Βαρκελώνη και θυμάται ξανά τους λόγους για τους οποίους αγαπά τις ευρωπαϊκές πόλεις.

«H Βαρκελώνη είναι το κάτι άλλο, δεν είναι; Βρίσκεις εκεί τη Μεσόγειο, το πνεύμα, την περιπέτεια, το υψιπετές όνειρο του ιδανικού έρωτα. Υπάρχουν φοίνικες, άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, διαφημίσεις, γοτθικοί πύργοι και μια αστική πλημμυρίδα. Τι χαρά ήταν για μένα αυτός ο αέρας κι αυτό το πάθος! Μου άρεσαν όλα εκεί και η ποίησή μου πήρε μια κατεύθυνση που δεν ξέρω αν την άξιζε...» Ετσι μιλούσε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, θεωρώντας την ποίησή του κατώτερη από την ποίηση της πόλης. Και είναι αλήθεια: η Βαρκελώνη σε κάνει να νιώθεις ασήμαντος. Σου μαθαίνει να ξανακοιτάζεις τους δρόμους και τα κτίρια με τη βουλιμία του παιδιού που πρωτοβλέπει κάτι παράξενο: απολιθώματα ξεβρασμένα στην παραλία, ένα τρομακτικό κλιμακοστάσιο, μια ατέλειωτη παραλία με γλάρους.

Αργησα να επισκεφτώ τη Βαρκελώνη. Ακουγα από φίλους που διδάσκουν αρχιτεκτονική ότι ταξιδεύουν κάθε χρόνο εκεί με τους φοιτητές τους και σκεφτόμουν: Δεν πάνε καλύτερα στη Μαδρίτη να δουν το Πράδο; Στο μυαλό μου η Βαρκελώνη συγκέντρωνε τα στερεότυπα της ισπανικής κουλτούρας, τα ανομολόγητα όνειρα των κοριτσιών που έκαναν εντατικά μαθήματα Ισπανικών τις δεκαετίες του 1980 και του 1990: τάπας, μελαχρινούς εραστές και μια δραματική εξωστρέφεια που έκλινε προς το μελόδραμα.
Ομως η μοίρα με περίμενε στη γωνία. Οι Ισπανοί εκδότες που αγόρασαν τα δικαιώματα ενός βιβλίου μου είχαν την έδρα τους στη Βαρκελώνη και η καταλανική έκδοση απέσπασε το βραβείο των ανεξάρτητων Καταλανών εκδοτών. Και Καταλανοί, και ανεξάρτητοι; Ακουγόταν σαν ανέκδοτο ή σαν πλεονασμός. Ωστόσο η αδιαφορία μου κάμφθηκε. Βράβευσε έναν συγγραφέα και τον έχεις αιχμαλωτίσει για πάντα.

Οταν τελικά ταξίδεψα στη Βαρκελώνη, θυμήθηκα πώς είναι να πρωτοταξιδεύεις. Να νιώθεις ξεριζωμένος από ό,τι ξέρεις και να παρατηρείς τις λεπτομέρειες ενός άγνωστου τόπου με προσοχή και συγκίνηση. Θυμήθηκα επίσης γιατί αγαπώ τις ευρωπαϊκές πόλεις. Για τα μουσεία, τα ιστορικά καφέ, τους καθεδρικούς ναούς, τα μεσαιωνικά ερείπια –πάνω στα οποία ξαναγράφεται η σύγχρονη ζωή–, για τα λιθόστρωτα και τα λαϊκά εστιατόρια με παρελθόν.


Οι γλυπτικές λεπτομέρειες της Sagrada Familia είναι εντυπωσιακές και… αμέτρητες. (Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΠΛΕΚΑΣ)

Από πού να αρχίσω; Από τη Ράμπλα, τον μεγάλο δρόμο που περνούσε μπροστά από το ξενοδοχείο μας και έφτανε έως το λιμάνι της Barceloneta; Από την Plaça del Rei στη γοτθική συνοικία; Από τα κτίρια του μοντερνισμού, την εξωφρενική Sagrada Familia και την ασύλληπτα ευφυή Pedrera; Oλος ο ιστός της πόλης, ανοιχτός και παλλόμενος, σου δημιουργεί ένα είδος αστικής λαιμαργίας. Στη Βαρκελώνη θέλεις να δεις –και να φας– τα πάντα.

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΡΙΚΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ

Ας ξεκινήσω λοιπόν από το φαγητό. Πήγαμε και ξαναπήγαμε στο λαϊκό Bar Pinotxo, αγαπημένο στέκι του Ferran Adrià, στην αγορά τροφίμων La Boqueria. Κάθε μέρα σερβίρει άλλα πιάτα. Εμείς δοκιμάσαμε καραβίδες, γυαλιστερές και ομελέτα με σπαράγγια. Δύο φορές πήγαμε στο παραδοσιακό Agut για να ξαναφάμε τσιπς αγκινάρας και κροκέτες με χαμόν.


Λεπτοκομμένο χαμόν ιμπέρικο. (Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΠΛΕΚΑΣ)

Σε άλλη κλίμακα, το εστιατόριο μοριακής γαστρονομίας Cinc Sentis, βραβευμένο με ένα αστέρι Michelin, ανάγει τα τάπας σε τέχνη (αγκινάρες με σφαιρίδια από κρόκο αυγού, άγρια μανιτάρια, μπακαλιάρος με πιπέρι piquillo). Οπου κι αν φάγαμε, η Βαρκελώνη έδειχνε να υπερασπίζεται την τιμή της γαστρονομίας με σοβαρότητα και χιούμορ. Το φαγητό είναι εκκεντρικό, παιχνιδιάρικο, πολυεπίπεδο χάρμα οφθαλμών.

Στον πάγκο του μπαρ δείχναμε τα τάπας με το δάχτυλο, γοητευμένοι από τη σύνθεση και τα χρώματα, όπως ένα οκτάχρονο θα έδειχνε το γλυκό του. Αλλά και τα γλυκά δεν υπολείπονται: το πιο κλασικό είναι τα xurros –ένα είδος λουκουμά–, βουτηγμένα σε ζεστή σοκολάτα, στα παλιά καφενεία της πόλης. Το πιο μεταμοντέρνο, οι πάστες σε σχήμα χειλιών στη μυθική Pastelería Escriba. Στη βιτρίνα η φωτογραφία του Πέδρο Αλμοδόβαρ μπροστά σε μια οπερετικής έμπνευσης τούρτα αποτελεί πειστήριο σουρεαλισμού και ισπανικότητας.

Στη Βαρκελώνη δεν χορταίνουν τα μάτια σου: δεν λιμπίζεσαι μόνο τις τούρτες, αλλά και τα κτίρια ολόγυρά σου. Τα φουρούσια με τις λεπτομέρειες αρ ντεκό και τους ανελκυστήρες, και τις εισόδους πολυκατοικιών. Πουθενά αλλού το σίδερο δεν είναι σμιλεμένο με τόση λεπτομέρεια, πουθενά δεν κάμπτεται με τέτοια χάρη. Κοιτάζεις ψηλά: καμινάδες του μοντερνισμού, τρούλοι εκκλησιών και στη γοτθική συνοικία –σε αυτή τη σιδερένια και πέτρινη καρδιά της πόλης– αετώματα που σου τρυπάνε την καρδιά.

Στην πλατεία του καθεδρικού ναού, σύμφωνα με τον μύθο, ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα υποδέχτηκαν με όλες τις τιμές τον Χριστόφορο Κολόμβο, πράγμα ειρωνικό, αν σκεφτεί κανείς ότι η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου στέρησε από τη Βαρκελώνη την πρωτοκαθεδρία των εμπορικών συναλλαγών στο λιμάνι της. Ηδη πριν από τον Μεσαίωνα οι Καταλανοί έμποροι συναγωνίζονταν τους Βενετούς και στα χρόνια που ακολούθησαν η περιοχή έζησε χρυσές εποχές, τις οποίες αναπολεί ακόμη και σήμερα. Διανοούμενοι, χαρτογράφοι, φιλόσοφοι, εφευρέτες, επιχειρηματίες διέπρεψαν εδώ. Χάρη σε αυτούς η πόλη απέκτησε ένα αφήγημα μεγαλείου που κατακυριεύει ακόμη και σήμερα την καταλανική ψυχή (και θυμίζει λίγο τη δική μας νεοελληνική κρίση μεγαλείου). Μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο, η Καταλονία αναγνωρίστηκε ως ιστορική εθνότητα. Αλλά οι Καταλανοί ονειρεύονται ακόμη και σήμερα τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους.

Εντελώς διαφορετική είναι και η γλώσσα τους. Τα Καταλανικά προέρχονται από τα Λατινικά και, σε αντίθεση με τα Ισπανικά της Καστίλλης, δεν έχουν ίχνος αραβικών επιρροών. Είναι μια γλώσσα τραχιά που για το ρήμα «πιστεύω» χρησιμοποιεί τη λέξη «crec» και για το «θέλω» τη λέξη «vull».
Αυτή την τραχύτητα τη νιώθεις και στη μεσαιωνική συνοικία, στους στενούς δρόμους με τις βαριές, αμετακίνητες πέτρες. Τη νιώθεις επίσης διαβάζοντας ιστορία: το 1714, όταν οι Καταλανοί ηττήθηκαν στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, όλα τα σύμβολα της αυτονομίας τους καταστράφηκαν. Ρημάχτηκαν εκκλησίες, κάηκαν βιβλία γραμμένα στη γλώσσα τους, έκλεισαν πανεπιστήμια.

Η Βαρκελώνη ξαναμπήκε στον χάρτη της πολιτικής εξουσίας μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, όταν η υφαντουργία και η σιδηρουργία έφεραν εργατικά χέρια από την περιφέρεια. Τότε γκρεμίστηκαν και τα τείχη της πόλης στη σημερινή λεωφόρο Passeig de Gracia. Η γειτονιά ονομάζεται Eixample – νόμιζα ότι σημαίνει «παράδειγμα», επειδή πράγματι μοιάζει με υπόδειγμα αστικής ζωής πνιγμένη στα καφέ, στα ξενοδοχεία και στα οικήματα του μοντερνισμού. Αλλά Eixample στα Καταλανικά σημαίνει «επέκταση».

«Επέκταση» είναι μια λέξη-κλειδί στη Βαρκελώνη. Τα κτίρια, ιδιωτικά και δημόσια, μοιάζουν συχνά να επεκτείνονται, να κυριεύουν τον χώρο. Ισως αυτό να οφείλεται στην καμπύλη της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής (την περίφημη volta catalana, που επηρέασε ακόμη και τον Λε Κορμπιζιέ), την οποία ο Γκαουντί απογείωσε κυριολεκτικά στη Sagrada Famiglia.

ΔΑΙΜΟΝΙΟΣ ΓΚΑΟΥΝΤΙ

Οταν πρωτοαντίκρισα την περίφημη αυτή εκκλησία, νόμιζα πως ονειρευόμουν. Πως βρισκόμουν, λέει, στη μέση ενός φροϊδικού τοπίου με φαλλικούς τρούλους που τρυπούσαν τον ουρανό, σε μια πλατεία που κατασκεύασαν μαζί, όπως συμβαίνει μόνο στα όνειρα, ο Νταλί και οι αδερφοί Γουατσόφσκι. Το εξωφρενικό της σύλληψης φτάνει στα όρια της καρικατούρας και η μεγαλομανία του Γκαουντί χρήζει πράγματι ψυχαναλυτικής ερμηνείας. Ομως δεν μπορείς να μη θαυμάσεις το όραμα, το πείσμα και την εμμονή του. Από το 1909 έως το 1926 ο Γκαουντί αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην εκκλησία.

H Sagrada Familia έχει τον πιο εντυπωσιακό νάρθηκα στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, ελικοειδείς σκάλες που προκαλούν ίλιγγο αν αποφασίσεις να ανέβεις στους τρούλους και εκατοντάδες γλυπτικές λεπτομέρειες, όχι μόνο αγίων, αλλά και φυτών και ζώων. «Γιατί τόσες λεπτομέρειες στους τρούλους, αφού κανείς δεν τους βλέπει;» τον είχε ρωτήσει κάποτε ένας επίσκοπος. «Μα, σεβασμιότατε», απάντησε ο Γκαουντί, «τους βλέπουν οι Aγγελοι»! Για τα γλυπτά χρησιμοποίησε αληθινά μοντέλα και ένα σύνθετο σύστημα με καθρέφτες, ώστε να αποδώσει πλήρως τις λεπτομέρειες απ’ όλες τις οπτικές γωνίες. Χριστός ήταν ένας 33χρονος εργάτης, Ιούδας ο επιστάτης και για έναν Ρωμαίο στρατιώτη χρησιμοποίησε έναν εξαδάχτυλο μπάρμαν από την Ταραγόνα. Το άγαλμα έχει έξι δάχτυλα επίσης.

Τα τελευταία 90 χρόνια, αρχιτέκτονες και γλύπτες πασχίζουν να ολοκληρώσουν αυτό το ανεπανάληπτο tour de force της δαιμόνιας φαντασίας του Γκαουντί, ενώ 1 εκατ. επισκέπτες τον χρόνο χρηματοδοτούν με το εισιτήριό τους την αποπεράτωση του ναού. Πότε θα τελειώσει; τον ρωτούσαν όσο ζούσε. Κι εκείνος απαντούσε σιβυλλικά ότι ο εργοδότης του δεν βιάζεται. Εργοδότης του, εννοούσε, ήταν ο Θεός.
Υπάρχουν τόσες ιστορίες για τον Γκαουντί. Δεν φωτογραφιζόταν ποτέ ούτε ταξίδευε, ήταν παθιασμένος εθνικιστής, μισογύνης και λάτρης της φύσης. Προς το τέλος της ζωής του πια, μονομανής χριστιανός, κοινωνούσε κάθε μέρα και ντυνόταν σαν επαίτης. Λένε πως τον Ιούνιο του 1926, όταν τον χτύπησε θανάσιμα ένα τραμ, κανείς δεν τον αναγνώρισε, επειδή τα ρούχα που φορούσε ήταν σαν τριμμένο χαρτί.


Η Pedrera, η πολυκατοικία που σχεδίασε ο Γκαουντί για την οικογένεια Μιλά, φέρει παντού το στίγμα της αρχιτεκτονικής του. (Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΠΛΕΚΑΣ)

Από τα ιδιωτικά κτίρια που ανέλαβε το πιο ενδιαφέρον είναι η Pedrera, η πολυκατοικία που σχεδίασε για την οικογένεια Μιλά, πριν αφοσιωθεί στη Sagrada Familia. Είναι ένα κτίριο-«αρχείο» που φέρει παντού το στίγμα της αρχιτεκτονικής του: στις μοντερνιστικές, καμπυλωτές προσόψεις με τα μπαλκόνια, στο γλυπτικό πάρκο της οροφής με τις καπνοδόχους –που θυμίζουν πολεμιστές του Μεσαίωνα ή φιγούρες από γιγάντιο σκάκι– ακόμη και στις χειρολαβές των διαμερισμάτων που, σαν κοχύλια, εφαρμόζουν τέλεια στην ανθρώπινη παλάμη. Πρότυπά του ήταν οι βράχοι του γειτονικού Μονσερά και κάθε είδους γεωλογικό φαινόμενο. Εσωτερικά το οίκημα μοιάζει με κοχύλι (όπως η Casa Batlló μοιάζει με εσωτερικό φάλαινας). Για την ιστορία: στην Pedrera κατασκευάστηκε για πρώτη φορά γκαράζ σε υπόγειο πολυκατοικίας.

Ο αρχιτεκτονικός πυρετός του μοντερνισμού ξεκίνησε το 1888, όταν η Βαρκελώνη φιλοξένησε τη Διεθνή Eκθεση, η οποία ξαναέβαλε την πόλη στον διεθνή χάρτη.


Θέα στην πόλη από το πληθωρικό πάρκο Guell. ( Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΠΛΕΚΑΣ)

Τότε ανεγέρθηκε το Παλάτι Güell στη Ράμπλα. Η μουσική άνθησε στο Liceu, την Οπερα της πόλης, και λίγο αργότερα στο Palau de la Música. Και όπως συμβαίνει συχνά, η άνθηση της αστικής ζωής συντονίστηκε με την άνθηση των σωματείων. Οι πρώτοι οπαδοί του Μπακούνιν βρήκαν έρεισμα δράσης σε μια πόλη που έχτιζε με οργιαστικούς ρυθμούς αλλά καταπονούσε τους εργάτες. Οι πολιτικές αναταραχές, ο αναρχισμός, οι πρώτες βόμβες που έσκασαν έκαναν εκείνα τα χρόνια τη Βαρκελώνη σκοτεινή πόλη. Το επόμενο μεγάλο ορόσημο, έναν αιώνα μετά, ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1992, μια ευκαιρία να εδραιωθεί ξανά η πολιτιστική κυριαρχία της πόλης. Η Βαρκελώνη αγωνιζόταν να δείξει πόσο πρωτοποριακή ήταν σε σχέση με την υπόλοιπη συντηρητική, όπως θεωρούσε, Ισπανία.

Oμως αυτή είναι η Βαρκελώνη των ντόπιων – γεμάτη φιλοδοξίες και αγκυλώσεις, όπως κάθε εθνικιστική αφήγηση. Οι ταξιδιώτες βλέπουν κάτι άλλο: μια παράταξη από πλατείες, όπως η εντυπωσιακή Catalunya, η μεσαιωνική del Rei, η πιο κλειστή πλατεία del Sol, η γοτθική Santa Maria με την εκκλησία της και η μικροσκοπική Sant Antoni, με την υπαίθρια αγορά τις Κυριακές. Βλέπουν πάρκα όπως το υποβλητικό Montjuic ή εκείνο του Gúell με τα κρακελαρισμένα κεραμικά και το πιο μικρό του Μιρό, με το γλυπτό «Η γυναίκα και το πουλί». Βλέπουν το μουσείο Πικάσο και το MACBA (Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης) στην ατμοσφαιρική γειτονιά του Raval. Βλέπουν την Barceloneta: κάποτε βρωμούσε ψάρι και φθηνό κρασί, σήμερα καθαρίστηκε και απέκτησε εσπλανάδα, όπως κάθε λιμάνι που σέβεται τον εαυτό του. Πουλιά πετούν σε σχηματισμούς και ζευγάρια περπατούν πιασμένα χέρι χέρι. Οποιος πει ότι το όνειρο του Λόρκα για μια πόλη ποιητική δεν ενσαρκώθηκε εδώ είναι πολύ σκληρός άνθρωπος.

 

Διαβάστε περισσότερα εδώ

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

TRAVEL: Τελευταία Ενημέρωση